Το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία είναι σήμερα πολύ πιο κατακερματισμένο και οι προβλέψεις για μελλοντικές συμμαχίες, πολύ πιο παρακινδυνευμένες.
Στη Γερμανία το πρώτο κόμμα έχει ασφαλώς τον πρώτο λόγο για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση και ο δεύτερος των εκλογών, εφόσον εκείνος διασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν οι ιστορικές εκλογές του 1969, όταν η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε πρώτη με 46,1%, αλλά καγκελάριος αναδείχθηκε τελικά ο σοσιαλδημοκράτης Βίλλυ Μπραντ γράφοντας την δικια του ιστορία . Το κόμμα του είχε συγκεντρώσει το 42,7% των ψήφων, ωστόσο με τη βοήθεια των Φιλελευθέρων (FDP) κατάφερε να εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία που οι Σοσιαλδημοκράτες ανέρχονταν στην εξουσία.
Έκτοτε οι Φιλελεύθεροι παραμένουν περιζήτητοι ως « βασικοί ρυθμιστές» του πολιτικού παιχνιδιού, ενώ δεν έχουν πρόβλημα να αλλάζουν στρατόπεδο κατά το δοκούν, κυβερνώντας πότε με την Κεντροδεξιά και πότε με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Στην τελευταία τηλεμαχία πριν από τις εκλογές ο πρόεδρος του FDP Κρίστιαν Λίντνερ είχε προειδοποιήσει τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς ότι «ακόμη κι αν το κόμμα του αναδειχθεί πρώτο με 30%, αυτό θα σημαίνει ότι το 70% δεν τον έχει ψηφίσει, άρα δεν είναι τόσο αυτονόητο ότι θα είναι ο επόμενος καγκελάριος».
Οι φιλελεύθεροι φαντάζουν σήμερα ως οι περιζήτητοι «μνηστήρες», τόσο για τον σοσιαλδημοκράτη Σολτς, όσο και για τον χριστιανοδημοκράτη Λάσετ. Ποιος θα προσφέρει περισσότερα για να εξασφαλίσει τη στήριξή τους; Το ελάχιστο που θα ζητήσουν είναι μάλλον το υπουργείο Οικονομικών, για να σταματήσουν τις «δημοσιονομικές αρρυθμίες » στη Γερμανία και στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με στοιχεία των εκλογολόγων ,η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα ψηφοφόρων ήταν οι άνω των 60 ετών, καθώς έφτασαν στο 39% του εκλογικού σώματος .
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μικρή η επιτυχία των Πρασίνων να αναδειχθούν τρίτο κόμμα με πολλές ψήφους νέων και μάλιστα με διαφορά από τους Φιλελεύθερους. Για τη συμμετοχή τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση θα ζητήσουν και εκείνοι σημαντικά ανταλλάγματα. Σαφώς πιο σημαντικά από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Περιβάλλοντος που είχαν πάρει το 1998 ως ένα κόμμα του 6,7% για να συμμετάσχουν στην πρώτη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ο νικητής των εκλογών Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς έχει τον πρώτο λόγο στην αναζήτηση μιας πλειοψηφίας για την εκλογή καγκελαρίου, καθώς έχει πίσω του τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα.
Το κόμμα των οικολόγων που είχε το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία του μαζί με το ενισχυμένο κεντρώο κόμμα των Φιλελευθέρων FDP είναι τα δύο κόμματα που βγάζουν τον επόμενο καγκελάριο. Οι προγραμματικές αποκλίσεις είναι μεγάλες, για αυτό θα αναζητήσουν κατ΄αρχήν τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ τους στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Ο ηττημένος Χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ ελπίζει στην αποτυχία Σολτς για να επιχειρήσει έναν μαυρο-κιτρινο-πράσινο συνασπισμό, της λεγόμενης «Τζαμάικα».
Προϋπόθεση για τον Λάσετ είναι να αντέξει στην αμφισβήτηση από την ίδια του την παράταξη CDU/CSU που υπήρχε και διογκώνεται μετά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Αν ναυαγήσουν αυτά τα δύο σενάρια, μένει ο «μεγάλος συνασπισμός», αλλά αυτή τη φορά με ανεστραμμένους ρόλους, και καγκελάριο τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς και μικρότερο εταίρο τη Χριστιανική Ένωση, κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς τον Άρμιν Λάσετ.
Συνειδητοποιούν όλοι στο Βερολίνο ότι πρέπει να επισπευσθούν οι διαδικασίες και να ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις το ταχύτερο δυνατόν.