Eίναι η πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα που ο κεντρικός τραπεζίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, χωρίς να επιχειρεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση.
Το μήνυμα αυτή τη φορά εστάλη από το βήμα εκδήλωσης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με το κεντρικό τραπεζίτη να επαναλαμβάνει ότι μπορεί το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης να είναι ικανοποιητικό, ωστόσο οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύ ρυθμό.
Ενώ το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF κινείται στο 41% επί ενός συνόλου που έχει λαμβάνειν η Ελλάδα, 36 δισ. ευρώ (επιδοτήσεις και δάνεια, μαζί), από συνολικό ποσό 36 δισ. ευρώ) και η χώρα κατέχει τη 4η θέση στη σχετική κατάταξη, τα χρήματα φτάνουν στις επιχειρήσεις με καθυστέρηση.
Ένα μόνο 14% του συνόλου, ήτοι 5 δισ. ευρώ, έχει φτάσει στις επιχειρήσεις, αντανακλώντας τις γνωστές ελληνικές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού σε τοπικκό και κεντρικό επίπεδο, καθυστερώντας την πραγματοποίηση κρίσιμων επενδύσεων. Μέχρι τις απορροφήσεις δηλαδή όλα πάνε καλά. Όταν όμως φτάνουμε στις εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις, η εικόνα αλλάζει.
Ένα συχνό σήμα κινδύνου για το Ταμείο Ανάκαμψης, που εκπέμπει με κάθε ευκαιρία τελευταίως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, προφανώς επειδή ο ίδιος βλέπει ένα κίνδυνο να μεγαλώνει. Τη δυστοκία να μπουν εγκαίρως στην ελληνική οικονομία, όλα αυτά τα χρήματα, τώρα που τα χρειάζεται, όχι αύριο.
Πώς αντιστρέφεται η εικόνα; Μόνο μέσω επιτάχυνσης των χρονιζουσών εκείνων μεταρρυθμίσεων, και χιλιογραμμένων ζητημάτων, που ακόμη μας ταλαιπωρούν και κάνουν ζημιά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση, έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, που όσο καθυστερούν να αντιμετωπιστούν, τόσο θα καθυστερεί και η έγκαιρη άφιξη στις επιχειρήσεις των πολύτιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Κρατώντας τη μεγάλη εικόνα, το μήνυμα του κεντρικού τραπεζίτη είναι ότι η ελληνική οικονομία πάει καλά, αναπτύσσεται ταχύτερα από τη ζώνη του ευρώ, είναι ανθεκτική στις διεθνείς κρίσεις, τάση που εφόσον συντηρηθεί τα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί η πορεία σύγκλισης με την Ευρωζώνη.
Και ότι σε μια γηράσκουσα χώρα, με υπογεννητικότητα, χαμηλή συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, και κυρίως με τόσο μεγάλο επενδυτικό χάσμα σε σχέση με την Ευρωζώνη, τα κοινοτικά κονδύλια αποτελούν ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας που δεν πρέπει να πάει χαμένο.
Τα νούμερα δείχνουν το δρόμο που έχουμε να διανύσουμε. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν πολύ χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023). Έχουν ασφαλώς αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ποτέ δεν επανήλθαν στα επίπεδα του 2008, όταν κυμαίνονταν γύρω στο 24%, δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ. Τη κατάρρευση που ακολούθησε στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, όπου οι επενδύσεις διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο σε 11,9% (2010-2020), ακολούθησε μια σταδιακή ενίσχυση σε λίγο πάνω από 14% σήμερα.