Ολόκληρη η Ευρώπη αδυνατεί να φτιάξει σε αποδεκτό χρόνο όπλα και πυρομαχικά ενώ δεν μπορεί να διατηρήσει τη συλλογικότητά της με πολέμους.
Πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη και στην Ελλάδα για νέους εξοπλισμούς που τάχαμου δεν θα υπολογίζονται σε όποιο δημοσιονομικό περιορισμό των Βρυξελλών.
Είχαν προηγηθεί οι προτάσεις Ντράγκι-Λέττα για ώθηση της παρακμάζουσας ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω των αμυντικών βιομηχανιών.
Οι αριθμοί όμως είναι απογοητευτικοί σε ότι αφορά το υπάρχον στρατιωτικό δυναμικό των ευρωπαϊκών χωρών και την δυνατότητα της βιομηχανίας στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ευχές για αυτονομία από τις ΗΠΑ δίνουν και παίρνουν. Τα λόγια είναι εύκολα, οι πράξεις δύσκολες.
Η Γερμανία έχει μόνο 340 άρματα Leopard από τα 4.000 που είχε το 1992 ενώ το 2004 είχε 2.400. Το 1992 είχε 3.000 πυροβόλα και τώρα 120. Η Γαλλία έχει 226 άρματα Leclerc.
Αντίθετα, η Ελλάδα έχει 1.300 άρματα Leopard διαφόρων τύπων που θεωρούνται περισσότερα των απαιτούμενων.
Η Γερμανία παρήγγειλε πέρυσι 105 άρματα Leopard 2A8, αξίας 3 δις ευρώ. Η παραγωγή όμως είναι πολύ αργή. Με ρυθμό 25 άρματα τον χρόνο, υπολογίζεται ότι θα παραληφθούν μεταξύ 2027 και 2030.
Απόδειξη ότι δεν αρκούν τα χρήματα που διατίθενται αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη όλη η παραγωγικότητα και ο ρυθμός της.
Οι Ρώσοι εκμεταλλεύθηκαν την υποδομή της παλαιάς κρατικής σοβιετικής βιομηχανίας, την ενεργοποίησαν με ρυθμό πολέμου, με 24ωρη λειτουργία και συνεχή ροή πρώτων υλών και κατόρθωσαν να παράγουν ή να αναβαθμίσουν 1.200 άρματα σε ένα χρόνο.
Τώρα παράγει εφτά φορές περισσότερα πυρομαχικά από ότι όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ μαζί. Διπλασίασε τον ρυθμό κατασκευής αρμάτων μάχης και τριπλασίασε τον ρυθμό κατασκευής πυροβόλων και εκτοξευτήρων, σε σχέση με τους αριθμούς πριν την εισβολή.
Είναι επόμενο να κερδίζει στον πόλεμο φθοράς που διεξάγεται στην Ουκρανία.
Παρόλα αυτά δεν αυξάνει το αμυντικό δυναμικό μιας χώρας μόνο με τα όπλα. Χρειάζεται προσωπικό και αυτό απαιτεί μακρόχρονη εκπαίδευση και φροντίδα. Χρειάζεται σοβαρή υποστήριξη με συνεχή ροή ανταλλακτικών. Χρειάζεται ευέλικτη δομή και αλληλοϋποστήριξη των μέσων. Χρειάζεται παλλαϊκή υποστήριξη. Χρειάζονται ακόμη νέες τακτικές στο πεδίο, προσαρμοσμένες στα νέα όπλα και μέσα.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την Γαλλική Επανάσταση εγκαταλείφθηκαν οι μισθοφορικοί στρατοί και δημιουργήθηκε μια ολόκληρη αντίληψη λαϊκής συμμετοχής (levee en masse) η οποία επέτρεψε στον Ναπολέοντα να κάνει εκστρατείες, σε δύσκολες συνθήκες.
Οι πόλεμοι «χαμηλής έντασης» μετά το 1990 και ο καθησυχασμός της μιας και μοναδικής υπερδύναμης άφησε τους στρατούς ανεκπαίδευτους για πολέμους μεγάλης έντασης, χωρίς πολλά πυρομαχικά και χωρίς λαϊκή συμμετοχή.
Θεωρούσαν ότι οι πόλεμοι μπορούν να νικηθούν με λίγους επαγγελματίες, με σύγχρονα όπλα. Οι λαοί παραμερίστηκαν στην παραγωγή και στον πόλεμο. Αρκούσαν οι μετανάστες για τα χαμηλά μεροκάματα και οι επιστήμονες για τα υψηλά και τις εξειδικευμένες θέσεις. Τα ενδιάμεσα στρώματα έμειναν στο περιθώριο και τώρα είναι αυτοί που διαμαρτύρονται.
Να θυμηθούμε ότι οι ανάγκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έδωσαν ρόλο στην Αμερική στους έγχρωμους και στις γυναίκες. Η πλατιά αυτή μεταπολεμική συμμετοχή έδωσε τεράστια ώθηση την αμερικανική οικονομία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι μπορεί να μην είναι σύντομοι και επόμενα χρειάζονται μεγάλα αποθέματα πυρομαχικών, αποδοχή μεγάλων ανθρώπινων απωλειών και καλή υποδομή αμυντικής βιομηχανίας.
Βλέποντας την αλματώδη και μεθοδική ανάπτυξη της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δεν μπορούμε να μην προβληματιστούμε.
Η συμμετοχή της Τουρκίας στη σύσκεψη του Λονδίνου για την Ουκρανία δείχνει ποιος θα κληθεί (λόγω δυνατοτήτων σε στρατό και αμυντική βιομηχανία) να καλύψει τα κενά της άμυνας στην Ευρώπη. Και αυτό θα είναι με το αζημίωτο για την γειτονική χώρα.
Η ελληνική αντίληψη ότι στηρίζουμε την άμυνά μας μόνο στα όπλα είναι λανθασμένη και δυστυχώς είναι κυρίαρχη μετά το 1974. Ειδικά όταν έχουμε εγκαταλείψει την αμυντική βιομηχανία και πιστεύουμε ότι θα πληρώνουμε και θα έχουμε άμεσα ότι χρειαζόμαστε. Αποδείχτηκε στην Ουκρανία ότι ούτε άμεσα μπορούν, ούτε άμεσα θέλουν, οι ξένοι προς τη χώρα που δοκιμάζεται.
Τα νέα δεδομένα με την στρατιωτική εγκατάλειψη από τον Τραμπ της Ευρώπης θα έπρεπε να έχουν πείσει και τους πλέον αφελείς στη χώρα μας ότι για τη διαφύλαξη της κυριαρχίας μόνο στα δικά μας πόδια μπορούμε να στηριχτούμε.
Ολόκληρη η Ευρώπη αδυνατεί να φτιάξει σε αποδεκτό χρόνο όπλα και πυρομαχικά ενώ δεν μπορεί να διατηρήσει τη συλλογικότητά της με πολέμους.
Πολύ περισσότερο η χώρα μας θα πρέπει να καταλάβει ότι εκτός από τα όπλα, χρειάζεται προσωπικό, υποδομές, υποστήριξη σε ανταλλακτικά και παλλαϊκή συμμετοχή στην οικονομία, στην παραγωγή (αγροτική και βιομηχανική) και στις ανάγκες προστασίας της κυριαρχίας της χώρας.
Όμως με ανάθεση της άμυνας στους ισχυρούς εκτός της χώρας, υποκλίσεις στους ισχυρούς εντός της χώρας και χρήση των εξοπλισμών για εξυπηρέτηση άλλων σκοπών αυτά δεν γίνονται.
(Ο Νίκος Τόσκας είναι πρώην υπουργός και υποστράτηγος ε.α.)
ΠΗΓΗ