Πενήντα χρόνια μετά την υιοθέτησή του, το Σύνταγμα του 1975 εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα του ελληνικού κράτους δικαίου. Το ταξίδι του δεν είναι απλώς ιστορικό· είναι μια δυναμική πορεία αλληλεπίδρασης μεταξύ του Συντάγματος και της νομολογίας, η οποία διαμόρφωσε το δικαστικό τοπίο της χώρας. Το Σύνταγμα του 1975 δεν περιορίστηκε σε έναν κανονιστικό ρόλο· έγινε πεδίο συνεχούς εξέλιξης, επηρεάζοντας τη λειτουργία των θεσμών και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Αυτό το πολύπλοκο και αναπόφευκτο ταξίδι της συνταγματικής εξέλιξης αναδείχθηκε στο διήμερο συνέδριο που διοργάνωσαν ο Κύκλος Ιδεών, η διαΝΕΟσις και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στο πλαίσιο των 50 χρόνων από την ισχύ του Συντάγματος του 1975.
Το “NB Daily” παρακολούθησε το συνέδριο και το πάνελ με τίτλο «Η καμπύλη του κράτους δικαίου στην Ελλάδα 1974-2025: Η σχέση Συντάγματος και νομολογίας» και παρουσιάζει ένα εκτενές ρεπορτάζ για τα βασικά σημεία της συζήτησης γύρω από την αλληλεπίδραση του Συντάγματος με τη νομολογία στην Ελλάδα.
Στην εκδήλωση, την προεδρία είχαν οι Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, και Ιωάννης Συμεωνίδης, Γενικός Επίτροπος Επικρατείας των ΤΔΔ και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ. Εισηγητές ήταν οι εξής: Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, Κατερίνα Ηλιάδου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ, Γιώργος Καραβοκύρης, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ, Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ και Πρόεδρος Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, και Χρήστος Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του ΣτΕ, Καθηγητής Νομικής Σχολής, ΑΠΘ
“Το ζήτημα της δημόσιας εμπιστοσύνης στους θεσμούς και οι μετρήσεις που γίνονται γύρω από αυτή, με κάνουν επιφυλακτικό σχετικά με το κατά πόσο αυτές οι μετρήσεις ανταποκρίνονται πραγματικά στις αληθινές επιδόσεις της δικαιοσύνης”
«Πρώτον, το Σύνταγμα του 1975 διασφαλίζει, σε σχέση με τα προγενέστερα, το κράτος δικαίου και τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας με πολύ μεγαλύτερη πληρότητα», δήλωσε ο Μιχάλης Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ. Ο κ. Πικραμένος επεσήμανε ότι η συνταγματική και πολιτική ομαλότητα που επικράτησε τα τελευταία 50 χρόνια επέτρεψε στη Δικαιοσύνη, και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον ελευθερίας και ανεξαρτησίας, το οποίο δεν έχει προηγούμενο στην πολιτική και συνταγματική ιστορία της χώρας.
«Δεύτερον, οι συνταγματικές διατάξεις του 1975, καθώς και οι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, διακρίνονται για τον προοδευτικό τους χαρακτήρα στον τομέα των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων», τόνισε, επισημαίνοντας ότι αυτές οι διατάξεις αποτέλεσαν το έδαφος για την ανάπτυξη ερμηνευτικών προσεγγίσεων από το Συμβούλιο Επικρατείας, οι οποίες συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της χώρας.

Ο κ. Πικραμένος υπογράμμισε ότι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει συμβάλει σημαντικά στη διαμόρφωση της συνταγματικής νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας. Η αλληλεπίδραση με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ΕΔΔΑ ανέδειξε νέες πτυχές των δικαιωμάτων που έως τότε παρέμεναν στο περιθώριο της εθνικής νομολογίας. «Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως η απουσία του εύλογου χρόνου για την παροχή έννομης προστασίας και η υπερβολική έμφαση σε δικονομικούς τύπους», σημείωσε, καταλογίζοντας στην νομική κοινότητα παλαιολιθικές αντιλήψεις.
Ο Πρόεδρος του ΣτΕ αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα της δημόσιας εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την ανάγκη να εξετάσουμε αν οι μετρήσεις που γίνονται γύρω από αυτήν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της δικαιοσύνης.
Συνοψίζοντας, ο κ. Πικραμένος τόνισε ότι η νομολογία των δικαστηρίων συνδέεται στενά με τη νομοθετική παραγωγή και την εκτελεστική λειτουργία. Ειδικότερα, ανέφερε πως οι αδυναμίες της εκτελεστικής εξουσίας, όπως η απροθυμία να εφαρμόσει δικαστικές αποφάσεις, και οι αστοχίες της νομοθετικής πολιτικής, η οποία ενίοτε υποχρεώνει τα δικαστήρια να κηρύξουν διατάξεις νόμων ως αντισυνταγματικές, είναι σημαντικά προβλήματα που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Ιωάννης Συμεωνίδης, Γενικός Επίτροπος Επικρατείας των ΤΔΔ και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ
“Υπάρχουν βέβαια και ορισμένα αδύναμα σημεία στην καμπύλη του κράτους δικαίου. Θα αναφέρω μόνο ένα που το θεωρώ σημαντικό: η διασφάλιση και η εγγύηση της ασφάλειας δικαίου είναι σήμερα ένα μείζον πρόβλημα, το οποίο προβληματίζει πολύ κόσμο”
Ο Ιωάννης Συμεωνίδης, Γενικός Επίτροπος Επικρατείας των ΤΔΔ και Καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, ανέφερε ότι η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, μέσα από την πρότυπη δίκη, συγκεντρώνει τα ζητήματα συνταγματικότητας που απασχολούν τη χώρα σήμερα. «Η νομολογία αυτή έχει συμβάλει καθοριστικά στην εμπέδωση της αρχής της νομιμότητας στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η οποία αποτελεί βασική συνιστώσα του κράτους δικαίου», δήλωσε, υπογραμμίζοντας τη σημασία του έργου του Συμβουλίου Επικρατείας στην ενίσχυση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Αναφερόμενος στην πορεία του Δικαστηρίου, ο κ. Συμεωνίδης εξήγησε πως, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το Συμβούλιο Επικρατείας ενέτεινε συνεχώς τη σύνδεση της νομολογίας με το συνταγματικό κείμενο και τις αρχές που προκύπτουν από αυτό. Από τη δεκαετία του ’80, το Δικαστήριο προχώρησε σε εντατικότερο έλεγχο συνταγματικότητας των νομοθετικών και διοικητικών πράξεων, χρησιμοποιώντας ως βασικά εργαλεία την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και την αρχή της αναλογικότητας. Η αναγνώριση της αρχής της αναλογικότητας ως συνταγματικής αρχής, ειδικότερα μετά την απόφαση 2112 του 1984, ανέδειξε τον κανονιστικό χαρακτήρα του Συντάγματος.

Ο κ. Συμεωνίδης σημείωσε τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος και της άμεσης εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων, τονίζοντας ότι το Συμβούλιο Επικρατείας συνέβαλε στην ανάπτυξη σημαντικών αρχών συνταγματικού επιπέδου, οι οποίες αφορούν θεμελιώδη ζητήματα της λειτουργίας του κράτους δικαίου.
Ωστόσο, ανέφερε και τα αδύναμα σημεία στην καμπύλη του κράτους δικαίου. «Η διασφάλιση και η εγγύηση της ασφάλειας δικαίου είναι σήμερα ένα μείζον πρόβλημα», επισήμανε, προσθέτοντας ότι αυτή η αρχή κλονίζεται από την έκδοση αμετάκλητων και αντιφατικών αποφάσεων, τη συχνή μεταστροφή της νομολογίας, καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο δικαστής στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου Συνταγματισμού.
Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ
“Σε αυτό το μισό αιώνα, δύο παράγοντες έθεσαν το σύστημα του άρθρου 95 του Συντάγματος σε κλυδωνισμό. Ο πρώτος ήταν το μείζον πρόβλημα καθυστέρησης στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, το οποίο αποκάλυψε η σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 2010”
Ο Κωνσταντίνος Γώγος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, στην εισήγησή του αναφέρθηκε στην εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης και τις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν την οργάνωσή της, με επίκεντρο τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος του 1975.
Το κύριο μέλημα του συντακτικού νομοθέτη του Ιουνίου του 1975, όπως επεσήμανε ο κ. Γώγος, ήταν η αποκέντρωση της διοικητικής δικαιοσύνης, με τη μεταφορά της πλήρους αρμοδιότητας για τις διοικητικές διαφορές ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1 του Συντάγματος. Παράλληλα, το Συμβούλιο Επικρατείας διατήρησε την αρμοδιότητα για τις ακυρωτικές υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 95, επισημαίνοντας τη θεσμοθέτηση της αίτησης ακύρωσης ως εγγύηση του κράτους δικαίου.
Η ουσιώδης καινοτομία του Συντάγματος του 1975, όπως ανέφερε ο κ. Γώγος, ήταν η εισαγωγή της υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, μια πρόβλεψη που επεκτάθηκε το 2001 και σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις. Επιπλέον, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, ακολουθώντας τις φιλελεύθερες τάσεις της Ευρώπης, εισήγαγε το δικαίωμα στη δικαστική προστασία στο άρθρο 20, παράγραφος 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Στη νομολογία, η σημασία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας αναγνωρίστηκε σταδιακά, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1990, όταν κλήθηκαν οι δικαστές να εξετάσουν τις νέες δικονομικές ρυθμίσεις που όριζαν περιορισμούς στο παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων, με κριτήριο το άρθρο 20, παράγραφος 1. Αυτοί οι περιορισμοί, παρότι ήταν τολμηροί, θεωρήθηκαν από τη νομολογία συνταγματικά ανεκτοί, όπως στην περίπτωση της υποχρέωσης καταβολής 50% της φορολογικής οφειλής για την άσκηση του δικαιώματος εφέσεως στις φορολογικές διαφορές.
Ακολούθως, όπως υποστήριξε, τα πρώτα 35 χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975, σε σχέση με το άρθρο 94 και 95, χαρακτηρίζονται από την πλήρη υλοποίηση του συστήματος που ήθελε να επιβάλλει ο συντακτικός νομοθέτης. «Είχαμε την πλήρη μεταφορά όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια με το νόμο 1406 του 1983 και τη χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με δύο βασικούς άξονες», παρατήρησε. Ο πρώτος ήταν ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας του 1999, ένα ενιαίο δικονομικό νομοθέτημα που αντικατέστησε το ψηφιδωτό διατάξεων που υπήρχε προηγουμένως για όλα τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια στις διαφορές ουσίας. Αφετέρου, μεγάλος σταθμός ήταν η λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστών το 1995, η οποία διασφάλισε μια υψηλού επιπέδου στελέχωση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα της ολοκλήρωσης του συνταγματικού προγράμματος, σημείωσε ότι, η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας επεξεργάστηκε κριτήρια για τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να μεταφέρει τη δικαιοδοτική ύλη από το ίδιο το Συμβούλιο προς τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Καταρχάς, έγινε δεκτό ότι το άρθρο 95, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει την αίτηση ακύρωσης, δημιουργεί ένα τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί προσβολής διοικητικών πράξεων και εμμέσως έτσι θέτει όρια στην εξουσία του νομοθέτη να μεταφέρει διαφορές σε τακτικά διοικητικά δικαστήρια, είτε ως ακυρωτικές είτε ως διαφορές ουσίας.
Η φύση και η σπουδαιότητα της διαφοράς αναδείχθηκαν και με τη μεσολάβηση της αναθεώρησης του 2001. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έθεσε επίσης όρια στη δυνατότητα του νομοθέτη να μετατρέπει ακυρωτικές διαφορές σε διαφορές ουσίας, αναζητώντας ένα κριτήριο στο ουσιαστικό δίκαιο και στη φύση των αρμοδιοτήτων που ασκεί η διοίκηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
Σε αυτό το μισό αιώνα, δύο παράγοντες, όπως παρατήρησε, έθεσαν το σύστημα του άρθρου 95 Σ. σε κλυδωνισμό. Ο πρώτος ήταν το μείζον πρόβλημα καθυστέρησης στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, το οποίο αποκάλυψε η σειρά καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 2010. Το 2010, η διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας διαμόρφωσε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης, σηματοδοτώντας έναν επανασχεδιασμό της διοικητικής δικαιοσύνης, ανεξάρτητο από τις ρυθμίσεις του Συντάγματος.
Αυτό το σχέδιο εισήγαγε την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της ακυρωτικής έφεσης και της αίτησης αναίρεσης, με κρίσιμο στοιχείο ότι πλέον δεν ελέγχεται η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών ή η εφαρμογή του δικαίου, αλλά μόνο η ερμηνεία του, όταν αυτή έχει αξία για άλλες όμοιες διαφορές. Αυτή η ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική διεκπεραίωση ενός μεγάλου όγκου διαφορών, αλλά και επιπτώσεις στην αρχιτεκτονική του συστήματος της διοικητικής δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα, όπως ανέφερε, το 2010 δημιουργήθηκε το νέο σύστημα ενοποίησης της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων, το οποίο δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και ήρθε να αναπληρώσει τα κενά που άφησε το γεγονός ότι τα ένδικα μέσα έμειναν ανενεργά. Αναφέρθηκε στη λεγόμενη πιλοτική πρότυπη δίκη, η οποία με την ενοποίηση της νομολογίας επιτρέπει στο Συμβούλιο Επικρατείας να κρίνει νομικά ζητήματα με ενδιαφέρον για ευρύτερο κύκλο υποθέσεων.
Τέλος, από το 2010 και μετά, υπήρξε και ένας δεύτερος παράγοντας μεταβολής του συστήματος που προέβλεψε το άρθρο 94 και το άρθρο 95 του Συντάγματος. Πρόκειται, όπως παρατήρησε, για την αρχικώς δημοσιονομική και την εν συνεχεία ευρύτερη οικονομική κρίση, η οποία επηρέασε τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, περιορίζοντας τις αλλαγές σε έναν ειδικό κώδικα για τις φορολογικές διαφορές.
Κλείνοντας, στη δεύτερη φάση της νομολογίας από το 2010 και μετά, το Συμβούλιο Επικρατείας έδειξε έναν ιδιαίτερο δυναμισμό και δημιουργικότητα στην ερμηνεία και εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων. Αυτή η δυναμική, ωστόσο, ενέχει και την ανανοηματοδότηση του συνταγματικού κειμένου, με το άγχος της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης να παραμένει επίκαιρο. «Οι νέες δικονομικές ρυθμίσεις του 2024, οι οποίες θέτουν νέα ζητήματα συνταγματικότητας, κυρίως σε σχέση με το άρθρο 93, παράγραφος 2, βρίσκονται πλέον ενώπιον μας», κατέληξε.
Κατερίνα Ηλιάδου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ
“Η αναλογικότητα είναι μια αξιωματική έννοια, όπως λένε στα μαθηματικά. Μια έννοια που δεν έχει απόδειξη. Όλοι ξέρουμε, λίγο πολύ, τι σημαίνει, αλλά κανείς δεν το ξέρει ακριβώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα στοιχεία της αναλογικότητας είναι ο αυτοαναφορικός της χαρακτήρας, κάτι που δημιουργεί δυσκολίες στην εφαρμογή της”
Η Κατερίνα Ηλιάδου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, ανέπτυξε με βάθος το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001 και πώς η νομολογία έχει προσλάβει τις σημαντικές τομές αυτής της αναθεώρησης. Η Καθηγήτρια εξήγησε ότι οι μεγάλες τομές του 2001 αποτυπώνονται κυρίως στο άρθρο 25, παράγραφος 1, που περιλαμβάνει την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και υπογράμμισε την ιδιαίτερη αξία αυτής της διάταξης για την ελληνική συνταγματική τάξη.
Η κ. Ηλιάδου σημείωσε ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, συγκροτεί το σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και καθορίζει τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των διατάξεων που τα προστατεύουν. Ιδιαίτερα, όπως επεσήμανε, η αναθεώρηση του 2001 δεν επιτρέπει «βήματα προς τα πίσω» αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να υποχωρήσει από τις θεμελιώδεις αρχές που θέτει.
Εστιάζοντας στις έννοιες της αναλογικότητας και της τριτενέργειας, η Καθηγήτρια εξήγησε τη σημασία της αναλογικότητας ως αξιωματικής έννοιας, η οποία, αν και αυτονόητη σε γενικές γραμμές, ενέχει δυσκολίες στην εφαρμογή της λόγω του αυτοαναφορικού χαρακτήρα της. Όπως τόνισε, η νομολογία την ερμηνεύει συχνά σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον, ενώ συχνά η εφαρμογή της «απορροφάται» από το ίδιο το συμφέρον αυτό. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη για αυστηρή αιτιολόγηση των αποφάσεων των δικαστηρίων που εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία συνδέεται με την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων και τη σωστή εφαρμογή της από τα δικαστήρια, σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 93 του Συντάγματος.

Η Καθηγήτρια περιέγραψε τον ρόλο της αναθεώρησης του 2001 στο να επιβεβαιώσει την ισχύ της αναλογικότητας ως γενικό περιορισμό των περιορισμών των δικαιωμάτων, δηλαδή ότι αυτή η αρχή πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στόχος της αναθεώρησης ήταν η διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ελέγχου της αναλογικότητας από τα δικαστήρια, καθώς και η δημιουργία ενός μηχανισμού προστασίας της μειοψηφίας από καταχρηστικούς περιορισμούς. Η κ. Ηλιάδου ανέφερε επίσης ότι η εφαρμογή της αναλογικότητας καθίσταται πιο περίπλοκη σε περιόδους κρίσης, όπως η δημοσιονομική κρίση και η πανδημία, όπου το δημόσιο συμφέρον φαίνεται να παίρνει προτεραιότητα έναντι των ατομικών δικαιωμάτων.
Η έννοια της αναλογικότητας, σύμφωνα με την Καθηγήτρια, απαιτεί όλο και περισσότερο έντονο και συστηματικό δικαστικό έλεγχο. Η υποχρέωση για αιτιολόγηση των περιορισμών των δικαιωμάτων από τον νομοθέτη αναδείχθηκε ως βασικό ζήτημα, καθώς οι κρίσεις, με την πίεση και την επείγουσα ανάγκη, συχνά επιβάλλουν περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να είναι αιτιολογημένοι και να έχουν σχέση με το δημόσιο συμφέρον. Αναρωτήθηκε, μάλιστα, αν είναι απαραίτητο να συστηματοποιηθούν τα κριτήρια ελέγχου της αναλογικότητας για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, ενώ έθεσε και το ζήτημα του πώς οι δικαστές ενημερώνονται και εισέρχονται στην ουσία των υποθέσεων, κυρίως όταν αφορά δύσκολες πολιτικές αποφάσεις που αφορούν τη κατανομή περιορισμένων πόρων.
Αναφορικά με την τριτενέργεια, η κ. Ηλιάδου τόνισε ότι η νομολογία συνεχίζει να επεξεργάζεται με πολυπλοκότητα το ζήτημα αυτό, το οποίο επηρεάζει την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην πράξη. Η αναγνώριση της άμεσης τριτενέργειας, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη μετά την αναθεώρηση του 2001. Η προστατευτική λειτουργία των δικαιωμάτων ενισχύθηκε, διευρύνοντας τη συνταγματική τυποποίηση της τριτενέργειας, κάτι που επηρεάζει και το σύνολο της έννομης τάξης.
Καταλήγοντας, η Καθηγήτρια υπογράμμισε ότι η αναθεώρηση του 2001 είχε σαφή θετική επίδραση στην ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στη δημιουργία ενός πιο ισχυρού συστήματος προστασίας τους. Η συστηματική εφαρμογή του ελέγχου της αναλογικότητας και της τριτενέργειας, καθώς και η ενίσχυση της αιτιολογίας των περιορισμών από τον νομοθέτη, αποτελούν καθοριστικά βήματα για την προστασία των δικαιωμάτων στο σύγχρονο συνταγματικό πλαίσιο.
Γιώργος Καραβοκύρης, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ
“Το Σύνταγμα, όχι μόνο κανονιστικά, αλλά και ως αντικείμενο γνώσης, περνά μέσα από την ανατομία των δικαστικών αποφάσεων, σε μια διπλή στροφή, θεωρίας και νομολογίας, που σφραγίζει την εξέλιξη του συνταγματικού φαινομένου, στα 50 χρόνια του Συντάγματος που αποτιμάμε και γιορτάζουμε σήμερα”
Ο Γιώργος Καραβοκύρης, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, αναφέρθηκε στην ιστορική εξέλιξη της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και του ρόλου της νομολογίας, επισημαίνοντας τις μεγάλες αλλαγές από τη μεταπολίτευση και μετά. Όπως εξήγησε, η ελληνική συνταγματική θεωρία ήταν αρχικά επιφυλακτική απέναντι στον ρόλο του δικαστή και της νομολογίας, καθώς το Σύνταγμα του 1975 θεωρούνταν κυρίως πεδίο θεμελιωδών αρχών που αφορούν τη λαϊκή κυριαρχία και τα ατομικά δικαιώματα, με τον νομοθέτη να αναγνωρίζεται ως ο βασικός εκφραστής αυτών των αξιών. Η μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηριζόταν από τη φιλελευθεροποίηση των ηθών και την ενίσχυση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, με τον νομοθέτη να έχει την πρωτοκαθεδρία στην εφαρμογή του Συντάγματος.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας άρχισε να διεκδικεί μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση του συνταγματικού δικαίου. Η νομολογία, με κύριους άξονες το περιβαλλοντικό δίκαιο και την αρχή της αναλογικότητας, άρχισε να αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο στην εφαρμογή και διαμόρφωση του Συντάγματος. Ο κ. Καραβοκύρης εξήγησε ότι αυτή η εξέλιξη της νομολογίας οδήγησε στη σταδιακή αναγνώριση της ως αυθεντικής ερμηνείας του Συντάγματος, που έχει την ικανότητα να προσδώσει σταθερό και ουσιαστικό νόημα σε κάθε διάταξη του Συντάγματος.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, με την εισαγωγή της αρχής της αναλογικότητας και της τριτενέργειας, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη θέση της νομολογίας, η οποία είχε πλέον τη δυνατότητα να συμβάλει στην εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου. Ο κ. Καραβοκύρης αναφέρθηκε σε σημαντικές δικαστικές στιγμές, όπως η απόφαση του ΣτΕ για τις ταυτότητες το 2001, ο διάλογος μεταξύ ΣτΕ και ΔΕΕ για το βασικό μέτοχο και η επιρροή της νομολογίας του ΕΔΔΑ, με χαρακτηριστική την υπόθεση Λυκουρέζος, που αποδεικνύουν τη σημαντική συνεισφορά της νομολογίας στην ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος.
Η περίοδος μετά τη δεκαετία του 1990, και ειδικότερα από το 2000 και έπειτα, οδήγησε στην ενίσχυση της πεποίθησης ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί το πιο ισχυρό θεμέλιο του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Η νομολογία ανέλαβε έναν πιο ενεργό ρόλο, περιορίζοντας τις εξουσίες του νομοθέτη και αναγνωρίζοντας την ανάγκη για δικαστικό έλεγχο των νόμων. Ο κ. Καραβοκύρης σημείωσε ότι μετά το 2010, με την επέλαση της οικονομικής κρίσης και των αλλεπάλληλων κρίσεων, η δικαστικοποίηση του Συντάγματος ενισχύθηκε, καθώς τα δικαστήρια κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τις αόριστες νομικές έννοιες, όπως το γενικό συμφέρον και την αρχή της αναλογικότητας, καθορίζοντας τη νέα συνταγματική κανονικότητα.
Σύμφωνα με τον Καθηγητή, η νομολογία σήμερα είναι πιο πραγματιστική και ρεαλιστική, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες και στις νέες προκλήσεις της κοινωνίας. Σε μια εποχή με γενικευμένες απειλές και κινδύνους, όπως η οικονομική κρίση, η υγειονομική κρίση και η οικολογική καταστροφή, η νομολογία φωτίζει τις πιο ισχυρές όψεις του γενικού συμφέροντος και αποτυπώνει την υπεροχή του συλλογικού καλού έναντι των ατομικών συμφερόντων.
Ο κ. Καραβοκύρης κατέληξε ως εξής: «Το Σύνταγμα, όχι μόνο κανονιστικά, αλλά και ως αντικείμενο γνώσης, περνά μέσα από την ανατομία των δικαστικών αποφάσεων, σε μια διπλή στροφή, θεωρίας και νομολογίας, που σφραγίζει την εξέλιξη του συνταγματικού φαινομένου, στα 50 χρόνια του Συντάγματος που αποτιμάμε και γιορτάζουμε σήμερα».
Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ
“Το αστικό δίκαιο μπορεί να ενταχθεί στη ρυθμιστική φαρέτρα του δημοσίου δικαίου υπό την προϋπόθεση αλληλοπεριχώρησης ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων. Αν κρίνει κανείς από την επίδραση που είχε το Σύνταγμα του 1975 στο πεδίο του αστικού δικαίου, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτή η κανονιστική συμπεριληπτικότητα υπερέβη κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες, αφήνοντας σημαντικό αποτύπωμα και στον τομέα των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων”
Ο Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, επικεντρώθηκε στη σύνδεση του Συντάγματος με το αστικό δίκαιο και την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Όπως τόνισε, η ποικιλόμορφη επίδραση του Συντάγματος στο ιδιωτικό δίκαιο είναι σήμερα ευρέως αποδεκτή, με το Σύνταγμα του 1975 να σηματοδοτεί μια νέα εποχή. Μετά το Σύνταγμα του 1975, οι Έλληνες αστικολόγοι εμφανίστηκαν πρόθυμοι να υιοθετήσουν τη θεώρηση ότι το αστικό δίκαιο εντάσσεται στην ενιαία έννομη τάξη, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το Σύνταγμα. Οι αστικολόγοι συνειδητοποίησαν ότι το αστικό δίκαιο μπορεί να εμπλουτιστεί και να καταστεί κοινωνικά πιο ευαίσθητο μέσω της αναγωγής του σε συνταγματικές επιταγές.
Ωστόσο, ο Καθηγητής υπογράμμισε ότι αυτή η σύνδεση μεταξύ συνταγματικού και αστικού δικαίου δεν είναι χωρίς κριτική. Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται, δεν αμφισβητείται ότι η αναγνώριση του ορθού δικαίου στο πεδίο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων πρέπει να γίνεται σε ένα πολυεπίπεδο αξιολογικό σύστημα, με την προϋπόθεση ότι αποφεύγονται οι υπερβολές στην επικλήρωση των συνταγματικών αξιολογήσεων ή η αβίαστη προσφυγή σε αυτές. Ειδικότερα, η αβάσιμη αναγωγή στην αξία του ανθρώπου και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος συχνά υποδηλώνει επιχειρηματολογική ένδεια και καταρρέει εύκολα.

Στη συνέχεια, ο Καθηγητής αναφέρθηκε στα ειδικότερα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του Συντάγματος στο αστικό δίκαιο, με το εργαλείο της τριτενέργειας να ξεχωρίζει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η έμμεση τριτενέργεια, η οποία στοχεύει στη συγκεκριμενοποίηση αόριστων νομικών εννοιών. Αυτές οι αόριστες νομικές έννοιες θεωρούνται πύλες εισόδου της συνταγματικής αξιολόγησης στο πεδίο του αστικού κώδικα. Εξίσου χρήσιμα είναι τα μεθοδολογικά εργαλεία της απλής ερμηνευτικής αναγωγής σε συνταγματικές διατάξεις, για την οποία χρησιμοποιείται και ο όρος «προσανατολισμένη προς το Σύνταγμα» ερμηνεία, ή της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας.
Ο Καθηγητής επεσήμανε ότι οι προεκτεθείσες μορφές ακτινοβολίας του συνταγματικού Χάρτη επί των διατάξεων του κοινού δικαίου εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της συστηματικής, τελολογικής ερμηνείας των κανόνων δικαίου. Ο εκάστοτε ερμηνευόμενος κανόνας του ιδιωτικού δικαίου συσχετίζεται με άλλες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες είτε απλώς φωτίζουν καλύτερα το νόημά του είτε επιτάσσουν την προσδοκία ενός συγκεκριμένου κανονιστικού νοήματος.
Αφού παρουσίασε τη θεωρητική ανάλυση, ο Καθηγητής πέρασε σε συγκεκριμένα παραδείγματα, αναφέροντας την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διεπαφής μεταξύ συνταγματικής τάξεως και αστικού δικαίου είναι η ρύθμιση για τα κατώτατα όρια ηθικής βλάβης που προβλέπονταν για τις προσβολές μέσω του τύπου, σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα. Η νομολογία του Αρείου Πάγου ασχολήθηκε επανειλημμένα με το ζήτημα του ευλόγου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αν αυτό το εύλογο μπορεί να ελεγχθεί με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Η νομολογία προβληματίστηκε και για τη συνταγματικότητα των κατωτάτων ορίων χρηματικής ικανοποίησης από προσβολές της προσωπικότητας μέσω του τύπου, που προβλέπονταν στο νόμο 1178 του 1981.
Η νομολογία του Αρείου Πάγου, και ειδικότερα σε επίπεδο Ολομελειών, παρουσίασε πολλές διακυμάνσεις στα παραπάνω ζητήματα. Τελικά, με την υπ’ αριθμόν 6 του 2011 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι ο καθορισμός αφηρημένων κατώτατων ποσών χρηματικής ικανοποίησης αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της εκάστοτε προσβολής, προκαλώντας δυσανάλογη βλάβη στον υπόχρεο της χρηματικής αποζημίωσης.
Στη συνέχεια, στην απόφαση υπ’ αρ. 9 του 2015, κρίθηκε ότι η αρχή της αναλογικότητας απευθύνεται και στον δικαστή ως δεσμευτική δικαϊκή αρχή διάχυτη στην έννομη τάξη. Ο δικαστής επιδικάζει αποζημίωση, αφού προβεί σε ερμηνεία του ευλόγου υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, λίγους μήνες μετά την έκδοση αυτής της απόφασης, καταργήθηκαν τα κατώτατα όρια χρηματικής ικανοποίησης για προσβολές μέσω του τύπου, και αντικαταστάθηκαν με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιδίκαση.
Ο Καθηγητής κατέληξε με ένα ακόμη σημείο διεπαφής, το οποίο αφορά αξιώσεις αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, βάσει των άρθρων 914, 932, 57 και 59 του ΑΚ για παραβιάσεις κανόνων δικαίου που αποσκοπούν στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, όπως οι διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας. Το αστικό δίκαιο παρέχει μια εδραία βάση, η οποία αλληλεπιδρά με το συνταγματικό υπόστρωμα.
Συμπερασματικά, ο Καθηγητής κατέληξε ότι το αστικό δίκαιο μπορεί να ενταχθεί στη ρυθμιστική φαρέτρα του δημοσίου δικαίου υπό την προϋπόθεση αλληλοπεριχώρησης ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων. Αν κρίνει κανείς από την επίδραση που είχε το Σύνταγμα του 1975 στο πεδίο του αστικού δικαίου, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτή η κανονιστική συμπεριληπτικότητα υπερέβη κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες, αφήνοντας σημαντικό αποτύπωμα και στον τομέα των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων.
Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ
“Αυτό που αξίζει να επισημανθεί θετικά για τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια είναι ότι η ερμηνεία των ποινικών κανόνων, κατά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, παραμένει γραμματοπαγής και όχι εξελικτική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και της ασφάλειας δικαίου”
Ο Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, ανέπτυξε στην ομιλία του τη σημασία του Συντάγματος του 1975 για το ποινικό δίκαιο στην Ελλάδα, αναφέροντας τις ελπίδες και προσδοκίες που αυτό ενέπνευσε στους ειδικούς του πεδίου. Ειδικότερα, το Σύνταγμα εισήγαγε διατάξεις όπως την προστασία της αξίας του ανθρώπου, την απαγόρευση της αοριστίας των ποινικών νόμων (άρθρο 7 παρ. 1), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25), την ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87), και την αρμοδιότητα των τακτικών ποινικών δικαστηρίων για την ποινική δίωξη (άρθρο 96), οι οποίες αποδέχθηκαν και ενίσχυσαν το σύστημα του ποινικού δικαίου στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο κ. Μυλωνόπουλος ανέφερε ότι η εφαρμογή αυτών των διατάξεων από τα ποινικά δικαστήρια δεν υπήρξε πάντα συνεπής. Παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια αρνήθηκαν να εφαρμόσουν αντισυνταγματικές διατάξεις, σε κρίσιμες στιγμές υπήρξε αμφιθυμία και αμφιταλάντευση, με αποφάσεις που λήφθηκαν με οριακές πλειοψηφίες. Παρ’ όλα αυτά, πιστώνει στα ελληνικά ποινικά δικαστήρια τη γραμματοπαγή ερμηνεία των ποινικών κανόνων, κάτι που, κατά την άποψή του, ενίσχυσε την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η στάση των ποινικών δικαστηρίων απέναντι στις νομοθετικές παρεμβάσεις στη δικαστική λειτουργία, κυρίως στις περιπτώσεις των ειδικών παραγραφών, οι οποίες, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν θεωρούνται κρυπτοαμνηστία και δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα. Ο Καθηγητής επεσήμανε ότι η νομολογία έχει καθιερώσει τη συναίνεση ότι οι εν λόγω επεμβάσεις δεν είναι αντισυνταγματικές.
Ο κ. Μυλωνόπουλος εστίασε και στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία, όπως είπε, δεν είναι απλώς ένα μέτρο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά και ένα άμεσα εφαρμοστέο κανόνας δικαίου από τα δικαστήρια. Η αρχή αυτή χρησιμοποιήθηκε για να κριθεί αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, η οποία απαγόρευε την αναστολή και μετατροπή ποινών για πράξεις όπως η συμμορία. Όπως ανέφερε, η αρχή της αναλογικότητας αποδείχθηκε επίσης κρίσιμη στην αξιολόγηση της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, ο κ. Μυλωνόπουλος σημείωσε ότι η χρήση αυτών των μέσων δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση που είναι απαραίτητα για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά και όταν είναι το μοναδικό μέσο απόδειξης της ενοχής του, καθιστώντας έτσι τη χρήση τους απολύτως αναγκαία για την προστασία του εννόμου αγαθού.
Ο Άρειος Πάγος, στη συνέχεια, προχώρησε στην εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σε σημαντική απόφαση της Ολομέλειας, η οποία αφορούσε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του Ποινικού Κώδικα. Σε αυτήν την απόφαση, ο Άρειος Πάγος υποστήριξε ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει από την Πολιτεία να λαμβάνει υπόψη το κοινό περί δικαίου αίσθημα κατά την εφαρμογή των ποινικών νόμων. Ωστόσο, ο κ. Μυλωνόπουλος εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για τη χρήση αυτού του κριτηρίου, καθώς το «περί δικαίου αίσθημα» δεν είναι ένα σταθερό κριτήριο, αλλά υπόκειται σε διακυμάνσεις και εξαρτάται από περιστασιακές κοινωνικές αντιλήψεις.
Η εισαγωγή του κριτηρίου του περί δικαίου αισθήματος, που δεν προκύπτει από τον ίδιο τον νομοθέτη και που δεν αποτελεί αυθεντική αξιολόγηση του νομοθέτη, προκάλεσε προβληματισμό στην επιστημονική κοινότητα. Όπως ανέφερε ο Καθηγητής, η χρήση αυτού του κριτηρίου μπορεί να περιορίσει τη δικανική κρίση και να ενθαρρύνει την αυθαιρεσία των δικαστών, καθώς είναι εκτεθειμένο σε εξωνομικές, περιστασιακές αντιλήψεις, πολλές φορές επηρεασμένες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις προσωπικές πεποιθήσεις των δικαστών. Αυτό δημιουργεί ανησυχία για τη διατήρηση της νομικής σταθερότητας και της αμεροληψίας του δικαστικού συστήματος.
Χρήστος Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος του ΣτΕ
“Η πρώτη φάση, λοιπόν, της σχέσης Συντάγματος και νομολογίας υπήρξε μια περίοδος επιφυλακτικότητας, δισταγμών και αναστολής, μια περίοδος γνωριμίας. Τα δικαστήρια έμειναν κατά γενικό κανόνα σε απόσταση ασφαλείας από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η δεύτερη φάση των σχέσεων Συντάγματος και νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για θέματα περιβάλλοντος χαρακτηρίζεται από την πολυαναμενόμενη κινητικότητα του κοινού νομοθέτη”
Ο Χρήστος Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρουσίασε στην ομιλία του τη σημασία της νομολογίας ως θεμελιώδους στοιχείου για την ισορροπία του θεσμικού συστήματος και την εφαρμογή του Συντάγματος. Στην εισαγωγή του, εξήγησε ότι η νομολογία, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ευαισθησίες κάθε εποχής, μπορεί να κινείται από την πλήρη ατολμία μέχρι τις βουλησιαρχικές ασκήσεις. Η ατολμία, είπε, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκατάργηση της δικαστικής εξουσίας, ενώ η βουλησιαρχία, από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει ασφυξία στους υπόλοιπους θεσμούς, υποκαθιστώντας την θέση των δικαστηρίων.
Ο κ. Ντουχάνης τόνισε πως η κακή νομολογία, όταν αναφέρεται σε κανόνες δικαίου χαμηλής τυπικής ισχύος, δεν επηρεάζει σοβαρά το κράτος δικαίου, καθώς ο κοινός νομοθέτης μπορεί να διορθώσει την αμφισημία ή τη διφορούμενη διατύπωση. Αντιθέτως, η ποιότητα της νομολογίας αποκτά μεγάλη σημασία όταν αφορά συνταγματικά θέματα, καθώς ο νομολογιακός κανόνας φωτίζει τον λιτό και αφαιρετικό συνταγματικό κανόνα, προσφέροντας του την πλαστικότητα που χρειάζεται για να παραμείνει επίκαιρος και λειτουργικός στο χρόνο. Η καλή νομολογία στα συνταγματικά θέματα, σύμφωνα με τον κ. Ντουχάνη, αποτελεί για το Σύνταγμα «το ελιξίριο της νεότητας», καθώς ενισχύει και θωρακίζει τη συνταγματική τάξη.

Αναφέρθηκε επίσης στον διάλογο που προκύπτει μεταξύ του Συντάγματος και της νομολογίας, ο οποίος προϋποθέτει τη συμμετοχή και του κοινού νομοθέτη. Ο κοινός νομοθέτης, όπως υπογράμμισε, παρέχει την «πρώτη ύλη» για τη νομολογία, επιτρέποντας στο Σύνταγμα να εξειδικευτεί και να γίνει πραγματικότητα. Χωρίς την παρέμβαση του νομοθέτη, το Σύνταγμα παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην καθημερινή ζωή. Ο νομοθέτης δίνει στο Σύνταγμα τη δυνατότητα να εκφραστεί, ενώ η νομολογία, μέσω των επιλογών του νομοθέτη, εμπλουτίζει το Σύνταγμα και το καθιστά πιο λειτουργικό και πρακτικό.
Στη συνέχεια, ο κ. Ντουχάνης αναφέρθηκε στο άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί για την προστασία του περιβάλλοντος και την υπαγωγή της ανάπτυξης και πολεοδόμησης στην έγκριση του κράτους. Εξήγησε ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για περιβαλλοντικά θέματα ξεκίνησε με μια περίοδο επιφυλακτικότητας, καθώς τα δικαστήρια παρέμεναν σε απόσταση από το άρθρο 24. Όμως, με την παρέμβαση του κοινού νομοθέτη και την ενίσχυση των περιβαλλοντικών νόμων, η νομολογία απέκτησε μεγαλύτερη κινητικότητα και τη δυνατότητα να διαμορφώσει κανόνες σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος.
Σήμερα, ο κ. Ντουχάνης τόνισε ότι το Σύνταγμα διαθέτει πλέον την «πρώτη ύλη» των τυπικών νόμων για να εκφραστεί πλήρως. Η νομολογία δεν έχει πλέον λόγο να περιμένει και έχει τα εργαλεία για να διαπλάσει τους κανόνες που απαιτούνται. Όταν ο νομοθέτης δεν ανταποκρίνεται σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή ή η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, η νομολογία μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία και να συμπληρώσει το Σύνταγμα, προσαρμόζοντας το στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας.
Ο κ. Ντουχάνης έκλεισε την ομιλία του επισημαίνοντας ότι η επανεκκίνηση της σχέσης μεταξύ Συντάγματος και νομολογίας αναμένεται να οδηγήσει σε νέο συνταγματικό πλούτο, με την νομολογία να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξειδίκευση και εφαρμογή του Συντάγματος στις σύγχρονες προκλήσεις. Όπως είπε, το Σύνταγμα διαθέτει άλλους κανόνες που πρέπει να εκφραστούν, και δεν είναι αναγκαία η αναθεώρησή του για να επιτευχθεί αυτό.