Ριζική αναδιάρθρωση της δομής και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων ανακοίνωσε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας, εγκαινιάζοντας τη «δεύτερη φάση εξορθολογισμού» του στρατεύματος στο πλαίσιο της «Ατζέντας 2030». Κεντρικός στόχος είναι η ενίσχυση της λειτουργικής αυτονομίας των σχηματισμών, η μείωση γραφειοκρατίας και η εξοικονόμηση πόρων.
Η σημαντικότερη τομή αφορά τη στρατιωτική θητεία: από 1η Ιανουαρίου 2026, όλοι οι στρατεύσιμοι θα κατατάσσονται αποκλειστικά στον Στρατό Ξηράς. Καταργείται η κατάταξη σε Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία, πλην ειδικών περιπτώσεων (π.χ. μηχανικοί αεροσκαφών, καπετάνιοι). Η βασική εκπαίδευση θα ξεκινά τον Σεπτέμβριο κάθε έτους. Παράλληλα, αυξάνεται η μηνιαία αποζημίωση των οπλιτών: 100 ευρώ για υπηρεσία στην παραμεθόριο και 50 ευρώ για την ενδοχώρα, αντί 8,80 ευρώ που ισχύει σήμερα.
Σε επίπεδο διοίκησης, καταργείται η Α΄ Στρατιά και συγκροτούνται τέσσερις αυτοτελείς γεωγραφικές διοικήσεις: Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Αιγαίου–Ανατολικής Μεσογείου και Αττικής. Ο Στρατός Ξηράς αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τη φύλαξη εγκαταστάσεων, ενώ προχωρά η σύσταση ειδικών διοικήσεων μη επανδρωμένων μέσων σε όλα τα Όπλα και Σώματα.
Ο κ. Δένδιας εξήγγειλε επίσης συγχώνευση 45 στρατοπέδων, με την κατάργηση της Στρατιάς να οδηγεί σε εξοικονόμηση 30.000 ανθρωποωρών μηνιαίως. Προβλέπεται η κατασκευή 1.059 στρατιωτικών κατοικιών έως τον Αύγουστο του 2026, ενώ εντός τριετίας θα έχουν ολοκληρωθεί 522 υπόγεια οχυρωματικά έργα σε ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.
Η χρηματοδότηση του στεγαστικού προγράμματος θα προέλθει από αξιοποίηση της στρατιωτικής ακίνητης περιουσίας, με διαφάνεια και διακομματική συναίνεση. Παράλληλα, κατατέθηκε για πρώτη φορά 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, με αιχμή την πρωτοβουλία «Ασπίδα του Αχιλλέα» και τα δέκα έργα του ΕΛΚΑΚ.
Ο υπουργός χαρακτήρισε «ορατή απειλή» τις σύγχρονες προκλήσεις ασφαλείας και τόνισε πως το νέο μοντέλο άμυνας είναι ευέλικτο, προσαρμοσμένο στα διδάγματα των σύγχρονων πολέμων. Όπως σημείωσε, «το μέγεθος της απειλής υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθός μας — η απάντηση είναι ο λειτουργικός εκσυγχρονισμός».
Χρήστος Καπούτσης