Την εντυπωσιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και την αλματώδη άνοδο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, όπου ο γενικός δείκτης έχει πλέον ξεπεράσει τις 2.100 μονάδες , ενώ την περίοδο των μνημονίων είχε επανειλημμένα υποχωρήσει κοντά στις 500, επισημαίνει σε αφιέρωμά του το έγκυρο Forbes.
Το γνωστο οικονομικό και επιχειρηματικό περιοδικό επισημαίνει πως τα τελευταία χρόνια «η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ βελτιώθηκε από 200% σε περίπου 153%, η ανεργία υποχώρησε στο 7,9% και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη της τάξης του 2,3% για το 2025, σαφώς υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης».
Η επιτυχία αυτή βασίστηκε σε «πρόσθετα έσοδα και μεταρρυθμίσεις που είχαν ουσιαστική επίδραση», με το Forbes στέκεται στην «ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών» και στην εισαγωγή συστημάτων ηλεκτρονικής έκδοσης παραστατικών και τήρησης βιβλίων, σημειώνοντας πως χάρη σε τέτοιες πρωτοβουλίες «βελτιώθηκαν τα φορολογικά έσοδα».
Παράλληλα, στρατηγικές κινήσεις όπως η παραχώρηση 14 περιφερειακών αεροδρομίων «προσέλκυσαν ξένες επενδύσεις και αναβάθμισαν υποδομές», η τόνωση του τουρισμού μετά την πανδημία συνέβαλε στην ανάπτυξη, ενώ μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν τη συρρίκνωση του όγκου των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκια των μεγάλων τραπεζών «από το 49% σε περίπου 3%».
Την ίδια στιγμή, το δημοσίευμα τονίζει πως σήμερα η Ελλάδα βρίσκει στις αγορές καλύτερα επιτόκια δανεισμού από τις Ηνωμένες Πολιτείες και εφάμιλλα με αυτά της Γαλλίας, ενώ την περίοδο της κρίσης το κόστος εξόδου στις αγορές ομολόγων ήταν δυσθεώρητο.
Η θετική πορεία της οικονομίας αντικατοπτρίζεται στη σταθερή άνοδο του Χρηματιστηρίου, καθώς, παρά τις ριζικές αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο και τις εστίες γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η δύναμη του ΓΔ έχει υπετριπλασιαστεί την τελευταία πενταετία.
Το Forbes σημειώνει ακόμα πως στον επιμέρους δείκτη MSCI, που περιλαμβάνει εισηγμένες εταιρείες μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης, οι επίδοση της ελληνικής αγοράς είναι φέτος υπερδιπλάσια των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και παρασάγγας καλύτερη του αμερικανικού δείκτη S&P 500.
Πιο συγκεκριμένα το περιοδικο αναφέρει, «Η χρηματιστηριακή αγορά έχει ανταμείψει τη βελτιωμένη προοπτική. Η απόδοση του Global X Greece ETF, με ticker GREK, αντικατοπτρίζει τη βελτιωμένη προοπτική. Έχει ανέβει 70% το 2025 σε σύγκριση με 25% της ευρύτερης ευρωπαϊκής αγοράς. Η υπερβολική απόδοση οδηγείται από τις τράπεζες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν 50% του χαρτοφυλακίου.
Σύμφωνα με τον Malcolm Dorson, επικεφαλής των Αναδυόμενων Αγορών της Global X, οι ελληνικές μετοχές προσφέρουν μια συναρπαστική επενδυτική ευκαιρία που συνδυάζει προοπτικές ανάπτυξης αναδυόμενων αγορών με τη σταθερότητα των ανεπτυγμένων αγορών. Ο Dorson πιστεύει ότι υπάρχει ακόμα χώρος για άνοδο».
Στην εξαιρετική εικόνα της Ελληνικής οικονομίας και του χρηματιστήριου είχε αναφερθεί πρόσφατα και ο Υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, επιχειρώντας να κανει μια συνολική αποτύπωση των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων των τελευταίων 15 ετών, με αφορμή την επιστροφή του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στα επίπεδα του Απριλίου 2010.
Όπως υπογράμμισε , το χρηματιστήριο δεν αποτελεί δείκτη της αγοραστικής δύναμης ή των κοινωνικών ανισοτήτων, ούτε επηρεάζει άμεσα όσους δεν ασχολούνται ενεργά με αυτό. Ωστόσο, αντανακλά δύο κρίσιμες παραμέτρους: την οικονομική αξία των εισηγμένων εταιρειών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα.
Σύμφωνα με τον υπουργο , η σημερινή επίδοση του ΧΑ είναι η πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια που καταγράφεται ανάλογο επίπεδο με εκείνο πριν από την είσοδο της χώρας στα μνημόνια. Για τον πολύ κόσμο, αυτό μπορεί να φάνηκε ως μια αδιάφορη είδηση.
Όμως, αν κάποιος ζητούσε μια «φωτογραφία» της σύγχρονης πολιτικοοικονομικής ιστορίας της Ελλάδας, η διαδρομή του Γενικού Δείκτη από το 2010 μέχρι σήμερα θα του παρείχε τις βασικές απαντήσεις, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο κ. Σκέρτσος έκανε αναφορά σε τέσσερις διακριτές περιόδους:
«2010–2012: Η περίοδος ολοκληρωτικής κατάρρευσης της εμπιστοσύνης και των οικονομικών αξιών, μετά την έξοδο της χώρας από τις αγορές και την ένταξη στα μνημόνια.
2012–2014: Η εποχή της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, όπου καταβλήθηκαν προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης, με αποτέλεσμα μερική ανάκτηση των απωλειών.
2015–2019: Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που υπονόμευσε κάθε εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, οδηγώντας το Χρηματιστήριο στα χαμηλότερα επίπεδα της κρίσης και μετατρέποντάς το σε «no man’s land» για επενδυτές.
2019–σήμερα: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που παρά τις εξωγενείς κρίσεις (πανδημία, πόλεμος, πληθωρισμός), πέτυχε την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα και την ανανέωση της εμπιστοσύνης ελληνικών και ξένων επενδυτών, προσελκύοντας και μεγάλους ευρωπαϊκούς θεσμικούς επενδυτές».
Ο Υπουργός Επικρατείας καταλήγει σε τρία βασικά συμπεράσματα:
Συμπέρασμα 1ο: Η ανάκαμψη είναι πολύ πιο αργή απο την πτώση. Στην προκειμένη περίπτωση ήρθε μετά από 15 χρόνια. Η εμπιστοσύνη παντού -από την οικονομία έως την πολιτική- έρχεται με τα πόδια και φεύγει καλπάζοντας.
Συμπέρασμα 2ο: Οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις πετυχαίνουν χάρη στην πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίζουν -και εφόσον εφαρμόζουν βεβαίως τις κατάλληλες πολιτικές- πιο στιβαρή ανάκαμψη από τις εύθραυστες κυβερνήσεις συνεργασίας. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τις εξελίξεις στην οικονομία μετά τις εκλογές του 2027.
Συμπέρασμα 3ο: Είναι πολιτική και ιστορική μας ευθύνη να μην ξεχάσουμε. Ο αγώνας για διατήρηση της μνήμης ώστε να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος είναι ο καθημερινός αγώνας που πρέπει να δίνει κάθε κοινωνία προκειμένου να παραμείνει μια λειτουργική δημοκρατία με μια ανθεκτική και συμπεριληπτική οικονομία» καταλήγει ο κ. Σκερτσος .
Σε κάθε περίπτωση δημοσιεύματα όπως του Forbes αποτελούν το καλύτερο διαβατήριο για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας και στο μέλλον .