Μπροστά στον κίνδυνο του lockdown βρίσκεται η ελληνική εκτροφή αιγοπροβάτων, καθώς η ευλογιά εξαπλώνεται από περιοχή σε περιοχή ως ντόμινο και παράλληλα θερίζει ολόκληρα κοπάδια. Ήδη, μέσα σε δεκατρείς μήνες, από πέρσι τον Αύγουστο έχουν θανατωθεί σχεδόν 263.000 αιγοπρόβατα (πάνω από το 3% των δηλωμένων αιγοπροβάτων) και κρούσματα έχουν διαπιστωθεί σε 24 νομούς – σχεδόν στη μισή χώρα. Μάλιστα, αν δεν ανακοπεί αυτό το κύμα έξαρσης εξάπλωσης της νόσου ο κίνδυνος να εξαπλωθεί κι άλλο είναι μεγάλος. Άλλωστε, το επόμενο διάστημα ολόκληρα κοπάδια που έχουν παραμείνει υγιή και ανέγγιχτα από τη ζωονόσο, θα μετακινηθούν από ορεινές περιοχές κυρίως της Ηπείρου, προς τις πεδινές, που όμως έχουν εστίες μόλυνσης, ενόψει του χειμώνα.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης εξήγγειλε «πόλεμο δέκα ημερών» προκειμένου να περιορισθεί και να ελεγχθεί η ευλογιά και ταυτόχρονα να αποφευχθεί το lockdown, χωρίς να είναι μεγάλες οι ελπίδες ότι αυτό τελικά θα επιτευχθεί.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ο μηχανισμός της «εφόδου των δέκα ημερών» όπως τον χαρακτήρισε ο κ. Τσιάρας, θα περιλαμβάνει επιτόπιους ελέγχους των κτηνιάτρων του ΥΠΑΑΤ στο πεδίο, καθώς επίσης και την ενθάρρυνση των κτηνοτρόφων σχετικά με την τήρηση και εφαρμογή των μέτρων βιοασφάλειας.
Ταυτόχρονα, άμεσα θα δημιουργηθούν σταθμοί απολύμανσης σε κεντρικούς οδικούς άξονες και βασικές διόδους μετακίνησης ζώντων ζώων και διακίνησης ζωοτροφών και γάλακτος. Η παρουσία των συνεργείων θα είναι συνεχής, με στόχο να υπάρξει πλήρης έλεγχος και αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων, ειδικά των Περιφερειών που πλήττονται αυτή την περίοδο από την ευλογιά.
Παράλληλα, μέσω της διαδικασίας της απολύμανσης, δρομολογείται η έκδοση συγκεκριμένου πιστοποιητικού με το οποίο θα μπορούν οι κτηνοτρόφοι να παραδίδουν γάλα, ζωοτροφές διασφαλίζοντας τα μέτρα βιοασφάλειας.
Ήδη πάντως, εκατοντάδες κτηνοτρόφοι που τα κοπάδια τους έχουν εξοντωθεί μένουν χωρίς εισόδημα για μεγάλο διάστημα – πρέπει να αγοράσουν νέα ζώα και να περιμένουν να γίνει ένας κύκλος αναπαραγωγής για να αρχίσουν να έχουν ξανά έσοδα από το γάλα και το κρέας.
Η Ελλάδα είναι χώρα με μακρά παράδοση στην αιγοπροβατοτροφία και η παραγωγή φέτας, τυριών και γιαουρτιού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γάλα αυτών των ζώων. Ένα παρατεταμένο ξέσπασμα ευλογιάς θα επηρέαζε καίρια την εφοδιαστική αλυσίδα: από τον μικρό κτηνοτρόφο της περιφέρειας μέχρι τις μεγάλες τυροκομικές επιχειρήσεις που εξάγουν προϊόντα στο εξωτερικό. Οι εξαγωγές θα μπορούσαν να μειωθούν δραματικά, ενώ δεν αποκλείεται να επιβληθούν εμπορικοί περιορισμοί από άλλες χώρες που θα ανησυχούν για τη διάδοση της ασθένειας.
Παράλληλα, οι τιμές στο κρέας και στα γαλακτοκομικά προϊόντα θα δεχθούν έντονες πιέσεις. Η μείωση της παραγωγής θα ωθήσει τις τιμές προς τα πάνω, σε μια ήδη δύσκολη συγκυρία για τους καταναλωτές που βιώνουν ακρίβεια σε πολλά βασικά αγαθά. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις εστίασης θα δουν το κόστος τους να αυξάνεται, γεγονός που πιθανόν θα μετακυλιστεί στις τελικές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής .
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί η ψυχολογική διάσταση στους κτηνοτρόφους. Ένα lockdown σημαίνει απομόνωση, οικονομική ασφυξία και συχνά απώλεια ολόκληρων κοπαδιών που αποτελούν το βιοποριστικό τους μέσο. Η αποζημίωση από το κράτος είναι μεν αναγκαία, αλλά δεν μπορεί πάντα να καλύψει το πλήγμα στην παραγωγή και στην τοπική οικονομία. Περιοχές που στηρίζονται έντονα στην κτηνοτροφία, όπως η Θράκη, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, κινδυνεύουν να δουν εισοδήματα να εξαφανίζονται, προκαλώντας κοινωνικές εντάσεις.
Η εμπειρία προηγούμενων εστιών ευλογιάς στην Ελλάδα δείχνει ότι τα μέτρα βιοασφάλειας, οι εμβολιασμοί και η αυστηρή επιτήρηση των ζώων είναι καθοριστικά για τον περιορισμό της νόσου. Ωστόσο, η μη ορθή εφαρμογή τους μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη εξάπλωση, αναγκάζοντας τις αρχές να εφαρμόσουν σκληρά περιοριστικά μέτρα.