Μια από τις πιο αγνοημένες τέχνες στον τόπο μας είναι η γλυπτική. Για μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το άγαλμα ταυτίζεται με την αρχαία Ελλάδα, ή με το γλυπτό κάποιου…
Μια από τις πιο αγνοημένες τέχνες στον τόπο μας είναι η γλυπτική. Για μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, το άγαλμα ταυτίζεται με την αρχαία Ελλάδα, ή με το γλυπτό κάποιου αγωνιστή του ΄21 στην πλατεία του χωριού ή της γειτονιάς μας. Όμως η σύγχρονη ελληνική γλυπτική, παρότι δεν συγκρίνεται με την τελειότητα της αρχαίας, έφτασε ως τις μέρες μας εξελισσόμενη διαρκώς και δίδοντας σημαντικούς καρπούς.
Η περιπέτεια της γλυπτικής στον ελληνικό χώρο ξεκινά από πολλές χιλιετίες πίσω. Η πρώτη μορφοποιημένη ενότητα είναι η γλυπτική που γεννήθηκε στα πλαίσια του Κυκλαδικού πολιτισμού, στην περιοχή των Κυκλάδων νήσων, ανάμεσα στα 3200 έως 1100 π.Χ. Γυναίκες, άνδρες, μουσικοί, πολεμιστές, μαζί με πήλινα αγγεία και σκεύη, ήταν η τρυφερή συγκομιδή αυτής της πρωτοχαλκής εποχής.
Περνώντας την αρχαϊκή περίοδο, όπου κυριαρχούν όρθια αγάλματα γυμνών ανδρών και ντυμένων γυναικών (κούρος και κόρη), κάνουμε ένα άλμα προς τον 7ο και εν συνεχεία τον 5ο αιώνα π.Χ. Συναντούμε μαρμάρινα έργα ως αρχιτεκτονικά γλυπτά, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε δημόσιους χώρους. Πλάι σ’ αυτά, και ιδιωτικά αφιερώματα ως ιερά ή λατρευτικά αγάλματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι κατασκευασμένα από χαλκό ή άλλα πολύτιμα υλικά. Ο δημόσιος βίος, η πολιτική και κοινωνική ζωή συμμετέχουν στην εξέλιξη της γλυπτικής. Στην Αγορά της Αθήνας, υπήρχαν αγάλματα εκείνων που σκότωσαν τον τύραννο Ίππαρχο, φιλοτεχνημένα από τον Αντήνορα. Η γλυπτική εμπνέει και άλλες τέχνες. Έτσι, συναντούμε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων σε νομίσματα αλλά και σε ασπίδα της Αθηνάς.
Η μάχη για την επικράτηση του χριστιανισμού, λειτούργησε ανασχετικά για την εξέλιξη της γλυπτικής. Με τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους, οι Έλληνες δημιουργοί ανατρέχουν στους Ευρωπαίους ομότεχνούς τους, οι οποίοι είχαν εξελίξει την τέχνη τους με βάση τον γλυπτικό πλούτο στης Αρχαίας Ελλάδας και τη συνέχειά του στην ελληνιστική και, μετέπειτα, τη ρωμαϊκή εποχή.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, την εποχή όπου στη Δύση εγκαταλείπονται οι πηγές έμπνευσης από την αρχαιότητα και την αναγέννηση, εγκαθίσταται στη χώρα μας η ακαδημαϊκή γλυπτική, ενώ στους κατοπινούς χρόνους αρχίζουν να εμφανίζονται σημάδια αμφισβήτησης από νεότερους γλύπτες, όπως ο Νικόλαος Στεργίου. Καταλυτική για τη γηγενή γλυπτική της εποχής, ήταν η επίδραση του αρχαιολάτρη Αύγουστου Ροντέν.
Την εποχή του μεσοπολέμου, κυριαρχεί η επίδραση του Αντουάν Μπουρντέλ, όπου με πρωτοπόρους γλύπτες σαν τους Θανάση Απάρτη και Ιωάννη Σώχο, διαμορφώνεται ένα τοπίο γλυπτικής, όπου παρακολουθούνται οι ευρωπαϊκές τάσεις, με το βλέμμα ταυτόχρονα στην ελληνική κληρονομιά και παράδοση.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή και την επιθυμία τιμής στους ήρωες της εποχής, ανοίγει ο δρόμος για την παραγωγή ιστορικών μνημείων για δημόσιους χώρους. Φαινόμενο που το συναντάμε ξανά με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τιμώνται οι διαπρέψαντες σε αυτόν, όσο και στην κατοπινή αντίσταση απέναντι στους κατακτητές. Κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, οι Έλληνες γλύπτες ταχέως εξελίσσουν τη δουλειά τους προς τον μοντερνισμό. Καθοριστικό ρόλο παίζει σε αυτό ο Μιχάλης Τόμπρος, ο οποίος ως καθηγητής στην ΑΣΚΤ συνετέλεσε αποφασιστικά στην αλλαγή του τοπίου.
Η περιπέτεια της γλυπτικής σε αυτή την απόληξη της ευρωπαϊκής ηπείρου από τους κούρους και τις κόρες των Κυκλάδων, τον Ηνίοχο των Δελφών και τον Δία από το Αρτεμίσιο εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Πολλοί οι σπουδαίοι γλύπτες της τελευταίας περιόδου. Από αυτούς που έφυγαν, οι Μέμος Μακρής, Φιλόλαος, Τάκης.
Οι Έλληνες, βλέπουμε και ερμηνεύουμε το παρόν, μέσα από το παρελθόν μας. Τρανή επιβεβαίωση το αττικό δράμα, μέσω των σπουδαίων θεατρικών κειμένων που μας κατέλιπε. Η γλυπτική του δικού μας πολιτισμού, μας διδάσκει, μας προφυλάσσει και μας οδηγεί. Είτε πρόκειται για μια Καρυάτιδα από την Ακρόπολη των Αθηνών, είτε για την Κοιμωμένη του Γιαννούλη Χαλεπά, είτε για τον ανδριάντα του Δυοβουνιώτη στην πλατεία της Μενδενίτσας.
Ας συνυπολογίζουμε τον πλούτο ΚΑΙ της γλυπτικής στον τόπο μας, για την ανάγνωση του παρελθόντος, αλλά και για τον προσανατολισμό μας προς το μέλλον.