Οι ιστορικοί, καταγράφουν πολλές περιόδους και είδη θεάτρου. Πολλές φορές όμως, παραλείπουν να συσχετίσουν κάποια είδη που ανθούν σε διαφορετικές εποχές και που αν και δεν έχουν άμεση συγγένεια μεταξύ τους ή δεν πιστοποιείται ευθεία διαδοχή του ενός προς το άλλο, εν τούτοις συμπίπτουν ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν και τον ιδιαίτερο σκοπό τον οποίο στοχεύουν.
Του Πάνου Σκουρολιάκου*
Έτσι λοιπόν, τολμούμε να επισημάνουμε ένα λεπτό νήμα που συνδέει τους ρωμαϊκούς μίμους, με τον βυζαντινό παντόμιμο, έως το αμερικάνικο μπουρλέσκ του 19ου αι. και την αναβίωση του στο σήμερα.
Σε όλη αυτή τη μακρά διαδρομή, θεατρικά είδη με κύρια χαρακτηριστικά το ψυχαγωγικό στοιχείο με σεξουαλικό περιεχόμενο, διασκέδαζαν το ανδρικό κοινό, επιτελώντας ταυτόχρονα και έναν σημαντικό ρόλο κοινωνικό και πολιτικό .
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, παράλληλα με το θέατρο των τραγωδιών και των Ρωμαίων ποιητών, η συντεχνία των θεατρίνων, δημιούργησε ένα νέο είδος θεάτρου, το Μιμόδραμα. Μικρές θεατρικές στιγμές όπου με κωμική και σατιρική διάθεση σχολίαζαν θέματα της καθημερινής ζωής σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, παρωδώντας ταυτόχρονα αρχαίες τραγωδίες ή μυθολογικές αναφορές. Όλο αυτό το θεατρικό εγχείρημα, στηρίζονταν σε άκομψα αστεία, βωμολοχίες και ακόμα, γυναίκες επί σκηνής! Αυτή η τελευταία πρωτοτυπία, ήταν η μεγάλη συνεισφορά του ρωμαϊκού μιμοδράματος στην εξέλιξη του θεάτρου. Η παρουσία της ανυπόδητης γυναίκας στη σκηνή (οι ηθοποιοί εδώ παίζουν ξυπόλητοι), δεν καθιερώθηκε για λόγους απλώς θεατρικού νεωτερισμού. Ανέβηκε η γυναίκα στη σκηνή για να ικανοποιήσει με τη φυσική της παρουσία την έντονη ανάγκη του ανδρικού κοινού στο να απολαμβάνει προκλητικές εικόνες του άλλου φύλου.
Επί Βυζαντίου, παρά την επιβολή αυστηρών ηθών από την παντοδύναμη Εκκλησία αλλά και τους αυτοκράτορες, το θέατρο των βυζαντινών παντόμιμων εξελίχθηκε σε ένα είδος το οποίο θεράπευε όχι μόνον τις ανάγκες του θεάματος, αλλά ικανοποιούσε και τη δίψα της θέασης του γυναικείου σώματος πάνω στην σκηνή. Η Μεγάλη Θεοδώρα άλλωστε, σύμφωνα με τον Προκόπιο ήταν εταίρα που συμμετείχε σε «θεατρικές παραστάσεις χαμηλού επιπέδου».
Κάνοντας ένα άλμα εποχών, ερχόμαστε στο αμερικάνικο μπουρλέσκ που γεννήθηκε όπως και το αγγλικό, κατά τον 19ο αι. Δύο είδη που συνυπήρξαν παράλληλα, αλλά με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Το αγγλικό απλώς παρωδούσε γνωστά δράματα της εποχής του, το αμερικάνικο προέβαλε το κωμικό και σεξουαλικό στοιχείο, αναζητώντας θεατές αυστηρά από τον ανδρικό πληθυσμό. Το αμερικάνικο μπουρλέσκ, μορφοποιήθηκε στα 1868 από το Michael Leavitt. Το υλικό του ήταν κωμικές σκηνές, χορευτικά ιντερμέδια και παρλάτες, όπου πλάι στο σεξουαλικό στοιχείο, συνυπήρχε και η κριτική της πολιτικής επικαιρότητας. Στο πλαίσιο του αμερικάνικου μπουρλέσκ, έχουμε άλλη μια επαναστατική πρωτοτυπία, ανάλογη της γυναικείας παρουσίας επί σκηνής που επινόησαν οι Ρωμαίοι. Στα 1920, μια μεγάλη πρωταγωνίστρια του είδους, η Lillian Russell, συνοδεία μουσικής, βγάζει τα ρούχα της αργά αργά επί σκηνής, μένοντας στο τέλος ολόγυμνη. Είχε γεννηθεί λοιπόν το στριπτίζ! Κατά τον 20ο αι. στο Μπροντγουέι, πολλά κλαμπ φιλοξενούν καλλιτέχνες του είδους που παρουσιάζουν θεάματα με εντυπωσιακά κοστούμια, μουσικές, θεατρικά δρώμενα, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται το γυναικείο γυμνό σώμα.
Η παράδοση του θεάματος όπου το θεατρικό ζητούμενο υποχωρεί στη σεξουαλική πρόκληση, βασιλεύει και σήμερα. Έχει βέβαια αποσυρθεί από τις κατ’ εξοχήν θεατρικές σκηνές και αναπτύσσεται σε μικρότερους χώρους αποκλειστικά αφιερωμένους στο είδος ή σε χώρους μαζικής διασκέδασης όπως τα καζίνο, τα μεγάλα ξενοδοχεία, κ.λπ.
Ενδιαφέρον είναι λοιπόν, να δούμε πως το θέατρο καλείται να καλύψει πλήθος ανοιχτών θεμάτων για τον άνθρωπο. Από την καταγωγή και τη μοίρα του Οιδίποδα, έως το μέγιστο και κοινό ερώτημα που εκφωνεί ο Άμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει». Και από εκεί, στις παραστάσεις των μίμων, των καλλιτεχνών του μπουρλέσκ και τις σημερινές σκηνές των Drang Queens.
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Περιφέρειας Αττικής.