Την Πρωτομαγιά του 1944, οι Γερμανοί Ναζί κατακτητές εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες πατριώτες, σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού Υποστρατήγου στη Λακωνία από άνδρες του ΕΛΑΣ.
Την Άνοιξη του 1944, η κατάσταση ήταν τεταμένη και ιδιαίτερα πολωμένη στην κατεχόμενη Ελλάδα. ΕΑΜ και αστικές δυνάμεις, που γνώριζαν ότι οι ημέρες των Γερμανών ήταν μετρημένες, προετοιμάζονταν για την επόμενη ημέρα και την τελική αναμέτρηση. Μερίδα ιστορικών αποφαίνεται ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί και οι εγχώριοι συνεργάτες τους είχαν επιδοθεί σ’ ένα όργιο τρομοκρατίας εναντίον των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που σήκωναν το κύριο βάρος της Εθνικής Αντίστασης.
Στις 27 Απριλίου 1944, άνδρες του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Σταθάκη έστησαν ενέδρα σε γερμανική αυτοκινητοπομπή που κινούνταν μεταξύ Μολάων και Σπάρτης και σκότωσαν τον Γερμανό Υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, Διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Από την επίθεση τραυματίστηκαν ακόμη πέντε Γερμανοί στρατιωτικοί.
Οι 200 προς εκτέλεση κομμουνιστές της γερμανικής ανακοίνωσης κρατούνταν στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι 170 προέρχονταν από τις Φυλακές της Ακροναυπλίας και κάποιοι από αυτούς ανήκαν στο σκληρό πυρήνα των στελεχών του ΚΚΕ, ενώ οι υπόλοιποι 30 από την Ανάφη, όπου είχαν αρχικά εξοριστεί. Η αναγγελία της μαζικής εκτέλεσης προκάλεσε κάποια χλιαρά διαβήματα από την Κατοχική Κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη ζοφερή ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να πάρουν ένα σκληρό μάθημα.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων. Ανάμεσά τους και ο διερμηνέας του στρατοπέδου Ναπολέων Σουκατζίδης, ιδιαίτερα αγαπητός στους κρατουμένους για τις διευκολύνσεις που τους παρείχε. Στο άκουσμα του ονόματός του όλοι πάγωσαν. Ο Διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει με άλλο κρατούμενο, επειδή είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του. Ο 35χρονος διερμηνέας αρνήθηκε, προτιμώντας τον παλικαρίσιο θάνατο από την ευτελή συναλλαγή.
Ναπολέων Σουκατζίδης
Οι 200 μελλοθάνατοι οδηγήθηκαν με καμιόνια στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Πολλοί από αυτούς είχαν προετοιμάσει σημειώματα που πέταγαν στους δρόμους όπου περνούσαν. Οι διαβάτες διέσωσαν πολλά από αυτά τα μικροσκοπικά μηνύματα και τα παρέδωσαν στους οικείους τους ή στις οργανώσεις της Αντίστασης.
Στο τόπο της θυσίας οδηγούνταν ανά εικοσάδες. Γύρω στις 10 το πρωί τα οπλοπολυβόλα άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Η επόμενη εικοσάδα αναλάμβανε να φορτώσει τα άψυχα σώματα σε απορριμματοφόρα που περίμεναν εκεί, προτού πάρει τη θέση της μπροστά στα οπλοπολυβόλα. Στις 12 το μεσημέρι όλα είχαν τελειώσει. Τους νεκρούς της τελευταίας εικοσάδας ανέλαβαν να μεταφέρουν στα απορριμματοφόρα «γερμανοτσολιάδες» των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής αψήφησε την τρομοκρατία των κατακτητών και μετονόμασε το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «Οδό Ηρώων». Στους τοίχους γράφεται το σύνθημα: «Αυτός ο δρόμος είναι Δρόμος Ηρώων. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χτες 1 του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια».
Μια νέα κοπέλα από τη Χίο που ζούσε στο Μετς, η Σεμίραμις, υπέστη καρδιακό επεισόδιο την Πρωτομαγιά του 1944, όταν είδε το αίμα να ρέει από ένα φορτηγό των Γερμανών που μετέφερε στην καρότσα τα πτώματα των εκτελεσμένων από το σκοπευτήριο.
Η νέα γυναίκα λιποθύμησε και το πρόβλημα στην καρδιά την ταλαιπώρησε για όλη την υπόλοιπη, σύντομη ζωή της. Ήταν ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους δεν έγραψε ποτέ η ιστορία, αλλά βάραινε πάντα τη ψυχή της το αίμα 200 αθώων που είδε να κυλά από ένα γερμανικό καμιόνι.
Η εκτέλεση των 200 Ελλήνων πατριωτών είναι μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της Αντίστασης κατά των Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώην κρατούμενοι ήταν εξόριστοι επί Δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία, την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη. Τους εκτέλεσαν ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού Στρατηγού και τριών Αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944.
Οι εκτελεσθέντες, όπως προαναφέραμε, κρατούνταν στο Στρατόπεδο στο Χαϊδάρι. Νωρίς το πρωί μετά το προσκλητήριο, εκφωνήθηκε ο κατάλογος των μελλοθάνατων που είχε συνταχθεί στα γραφεία των Ες Ες (SS) στην οδό Μέρλιν.
Για την ιστορία, οι 4 βασικές υπομονάδες των διαβόητων SS ήταν η Γενική SS/Allgemeine SS, η Ένοπλη SS/Waffen SS, η Μυστική Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας & Κατασκοπείας/Sicherheitsdienst (SD) και η Mυστική Κρατική Aστυνομία/Geheime Staatpolizei (GeStapo).
Οι 200 μεταφέρθηκαν στο Σκοπευτήριο με δέκα φορτηγά και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έγραφαν σημειώματα και τα πετούσαν στο δρόμο.
Παραλήπτες ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, οι αγαπημένοι τους άνθρωποι και οι συναγωνιστές τους. Οι περαστικοί ήταν οι ταχυδρόμοι που θα μετέφεραν τα μαντάτα…
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος», έγραψε ο Νίκος Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά.
Η επιστολή του γεωπόνου Νίκου Μαριακάκη.

Τιμή και σεβασμό εμπνέει, όπως προαναφέραμε, η στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον οποίον οι Γερμανοί προσέφεραν τη ζωή επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τον χρησιμοποιούσαν ως διερμηνέα. Έπρεπε όμως κάποιος άλλος να πάρει τη θέση του. Απάντησε ότι θα δεχόταν να ζήσει μόνο εάν δεν πήγαινε κάποιος άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα, αντί για αυτόν! Οι Γερμανοί δεν συγκινήθηκαν…
.
Η διαταγή για τις εκτελέσεις
H διαταγή για τις εκτελέσεις δημοσιεύτηκε στον κατοχικό Τύπο στις 30 Απριλίου του 1944 και προέβλεπε ακόμα και τυχαίες εκτελέσεις περαστικών στους Μολάους προς Σπάρτη.
Η διαταγή:
“Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτας. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα Γερμανικά
Στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος”
Στην τελευταία φράση περιγράφεται κυνικά ότι τα αντίποινα είχαν ήδη ξεκινήσει από Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών…
Η διαταγή εκτέλεσης όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο
Να σημειώσουμε εδώ ότι «Έλληνες εθελονταί» της ανακοίνωσης ήταν άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, με επικεφαλής τον Αξιωματικό του Στρατού Διονύσιο Παπαδόγγονα, στενό φίλο του Κρεχ.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Θανάση Χατζή, «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», η διαταγή σκόρπισε τον φόβο στις τάξεις του ΕΑΜ. Έγιναν συγκεντρώσεις και ψηφίσματα προς την ελληνική διοίκηση να ματαιωθεί η σφαγή. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ζήτησαν ακόμη και την παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου.
Σχεδόν οι 170 από τους 200 ήταν, όπως προαναφέραμε, πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Η μεταφορά στον τόπο της εκτέλεσης γίνονταν ανά 20 άτομα. Οι αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκαν, ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα.
Ο Σουκατζίδης, αν και ήταν το νούμερο 71, μπήκε στην τελευταία εικοσάδα για να επιτελέσει τον ρόλο του μεταφραστή. Όταν οι πρώτοι 20 στήθηκαν στον τοίχο, ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε εάν είχαν κάτι να πουν. Οι μελλοθάνατοι φώναξαν: «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά».
Τα πτώματά τους μετέφεραν στα φορτηγά, οι επόμενοι 20 που επρόκειτο να εκτελεσθούν στο σκοπευτήριο. Το εφιαλτικό δρομολόγιο επαναλαμβάνονταν μέχρι να δολοφονηθούν όλοι. Λίγο μετά τις 10 το πρωί, οι Γερμανοί ήρωες, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους, απέναντι σε αθώους πατριώτες, που ως κρατούμενοι από την εποχή του Μεταξά, δεν τους είχαν πολεμήσει ποτέ.
Οι καμπάνες στις εκκλησίες της Καισαριανής χτυπούσαν πένθιμα….
Η αφορμή
Η μαζική εκτέλεση ήταν μια πράξη απελπισίας των Ναζί και των Φασιστών συνεργατών τους, διότι δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν το γεγονός ότι, παρά τις ενέργειές τους, οι δυνάμεις των κατεχομένων απέδειξαν πως μπορούσαν να τους έχουν στο χέρι.
Ήταν ουσιαστικά τα αντίποινα για την δράση του ΕΛΑΣ, που έδειχνε ατρόμητη στάση και προχωρούσε σε αντιστασιακές ενέργειες. Μια από αυτές τις ενέργειες, όπως προαναφέραμε, ήταν η εκτέλεση του, Διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστράτηγου, Franz Krech, και της συνοδείας του, στους Μολάους Λακωνίας.
Το σχέδιο για την ενέδρα της 27ης Απριλίου, οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τον, Ανθυπολοχαγό Πεζικού του Ελληνικού Στρατού και Διμοιρίτη του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, Μανώλη Σταθάκη.
Για το συμβάν, διέρρευσε σκοπίμως από το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ (Office of Strategic Services/OSS) -που αργότερα έγινε CIA- σε συνεργασία με το ΕΑΜ, ότι ο Krech εκτελέστηκε από την GeStapo διότι ετοίμαζε λιποταξία, κυκλοφορώντας παράλληλα κι ένα πλαστογραφημένο γράμμα με το οποίο υποτίθεται ότι καλούσε τους Γερμανούς στρατιώτες να τον ακολουθήσουν.
Το ριψοκίνδυνο και θαρραλέο εγχείρημα που στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, ακολούθησε την εξίσου επιτυχημένη απαγωγή του Υποστράτηγου Heinrich Kreipe, που είχε γίνει μόλις μια μέρα νωρίτερα, από Έλληνες αντιστασιακούς και Βρετανούς σαμποτέρ στην Κρήτη.
Τα χτυπήματα φαίνεται πως ήταν όχι μόνο απανωτά αλλά και πολύ μεθοδευμένα. Στην σκέψη ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη κινδυνεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή, ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκώσει μια οδυνηρή αντίδραση.
Η απόφαση
Για τα αντίποινα της εκτέλεσης του Krech έλαβαν, μεταξύ άλλων, υπόψιν τους την πρόταση του Αρχηγού του Β΄ Αρχηγείου Χωροφυλακής Πελοποννήσου, Διονύσιου Παπαδόγγονα, ο οποίος συνεργαζόταν στενά με τους Γερμανούς Ναζί Αξιωματικούς, σε τόσο ικανοποιητικό βαθμό που έλαβε συγχαρητήρια επιστολή από τον ίδιο τον Hitler για τις υπηρεσίες του.
Δεν τους πήρε και πολύ για να προσπαθήσουν να μαζέψουν τα ασυμάζευτα. Από τα κεντρικά γραφεία της GeStapo στην Ελλάδα (επί της οδού Μέρλιν), η αντίδραση στα γεγονότα ήρθε μόλις σε 3 μέρες. Τόσο χρειάστηκε για να διασταυρώσουν όσα είχαν διαρρεύσει και να εντοπίσουν τις τρύπες του συστήματός τους.
Η απόφαση ήταν αισχρή και κοινοποιήθηκε παντού. Για κάθε έναν νεκρό Γερμανό στρατιώτη, ασχέτως βαθμού και θέσης, θα εκτελούσαν 50 Έλληνες. Άρα 200… Η είδηση ταξίδεψε σε όλη την επικράτεια και ξεσήκωσε ρίγη ανατριχίλας για την επαίσχυντη εκτέλεση 200 ανθρώπων που για λόγους “ευκολίας” χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές και αντιφρονούντες.
Τι πιο εύκολο, για τους σκοπούς αυτούς, να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της αναγγελίας εκτελώντας ανθρώπους που ήταν ήδη χαρακτηρισμένοι έτσι που, ούτως ή άλλως, για τις κατοχικές δυνάμεις ήταν ένα βαρίδι το οποίο διατηρούσαν καιρό τώρα. Έτσι, η απόφαση πάρθηκε κυριολεκτικά μέσα σε μια μέρα. Οι επίλεκτοι εκτελεσθέντες θα ήταν από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Ποιοι ήταν οι επίλεκτοι
Το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, το οποίο χτίστηκε επί Μεταξά και χρησιμοποιούταν ως στρατώνας, αριθμούσε 15 κτήρια. Περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο, τριπλή σειρά συρματοπλέγματος προς τα έξω, πυκνό συρματόπλεγμα μέσα από τον τοίχο και πολλές σκοπιές. Στους χώρους του κρατήθηκαν από μερικές εκατοντάδες έως και χιλιάδες άτομα ταυτόχρονα, κατά την περίοδο της Κατοχής.
Οι έγκλειστοι στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου δεν ήταν όλοι κομμουνιστές. Ήταν κυρίως αντιστασιακοί στο καθεστώς Μεταξά, οι οποίοι ως αντιφρονούντες συνελήφθησαν και κλείστηκαν στα φρούρια της Ακροναυπλίας, της Ανάφης και του Αη Στράτη. Από εκεί, ως πολιτικοί κρατούμενοι, μετατέθηκαν στο Χαϊδάρι με τη συνθηκολόγηση της 8ης Σεπτέμβρη 1943.
Από αυτούς, λοιπόν, αποφάσισαν να βγάλουν τους 200 που θα πλήρωναν το τίμημα, τόσο των “επιλογών” τους όσο και της επιλογής των “ομοϊδεατών” τους. Με άλλα λόγια, αυτοί που ήταν ούτως ή άλλως χαρακτηρισμένοι ως αντιφρονούντες, έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους…
Αν και ήταν σκόπιμη η λανθασμένη αναφορά τους ως κομμουνιστές, από τους 200 που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ούτε 10 δεν ήταν επισήμως δηλωμένοι ότι ανήκουν σε αυτή την θέση πολιτικά.
Η αντίστροφη μέτρηση
Φυσικά η είδηση για την εκτέλεση των 200 έφτασε και στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όσο κι αν οι επικεφαλής των κρατουμένων προσπάθησαν να την κρατήσουν κρυφή, διαδόθηκε.
Η αναγγελία του θανάτου βρήκε τους κρατουμένους με το κεφάλι ψηλά. Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν από το βράδυ της 30ης Απριλίου μέχρι τα ξημερώματα της 1ης Μάη, θύμιζαν επικές ιστορίες.
Η πλειοψηφία των κρατουμένων, μην γνωρίζοντας αν τελικά την επομένη θα βρεθούν στον άλλον κόσμο, συμμετείχε σε ένα γλέντι που όμοιό του δεν έχει καταγραφεί. Αφού έβαλαν τα καλά τους, άρχισαν να χορεύουν και τα τραγουδούν, κι οι φωνές τους αντήχησαν σε όλους τους θαλάμους του κτηρίου.
Ένα είναι βέβαιο, πως εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Όλοι μαζί ήταν μια παρέα που αποχαιρετούσε την ζωή, ζώντας την στιγμή στο 1000%. Θα νόμιζε κανείς πως βλέπει πανηγυρισμούς και ιαχές χαράς, όμως, σαν τις Σουλιώτισσες κι αυτοί, επέδειξαν μέγα θάρρος και θράσος απέναντι στον θάνατο και τον Ναζί κατακτητή. Πέρα από το γλεντοκόπι, τα λυπητερά και εύθυμα τραγούδια, δεν γνώριζαν αν θα ζήσουν άλλη νύχτα ξανά.
Στις 6.00 το πρωί, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για κάποιους. Συγκεντρώθηκαν στην αυλή, έγινε η καταμέτρηση, μοιράστηκε συσσίτιο και στις 8 σήμανε το γενικό προσκλητήριο, στο οποίο έπρεπε να δώσουν το παρόν άπαντες, ακόμα και οι άρρωστοι.
Στην αναφορά έγινε η εκφώνηση του καταλόγου με τους επίλεκτους 200, ο οποίος είχε καταγραφεί μόλις λίγες ώρες νωρίτερα από την GeStapo. Ως επίδειξη της ισχύος της απόφασης η εκφώνηση γινόταν ανά πενηντάδες, για να δοθεί η έμφαση της αναλογίας Γερμανών θυμάτων και αντιφρονούντων…
Στα ονόματα του καταλόγου συμπεριελήφθησαν και άτομα που λόγω ιδιότητας είχαν στενή συνεργασία μέσα στο Στρατόπεδο, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι διενήργησαν εις βάρος των άλλων. Ένας από αυτούς, και ο πιο γνωστός εξ αυτών μέχρι σήμερα, ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα. Οι χρήσιμες υπηρεσίες του έκαναν τον Διοικητή του στρατοπέδου Karl Fischer να του δώσει απαλλαγή από την λίστα βάζοντας έναν άλλον στην θέση του, ωστόσο ο ίδιος, όπως προαναφέραμε, το αρνήθηκε.
Με παρόμοιο τρόπο λειτούργησαν και άλλοι που δέχθηκαν παρόμοια πρόταση.
Η απόφαση είχε ληφθεί κι από τις 2 πλευρές. Η αμείλικτη στάση των Γερμανών δεν μπόρεσε να επισκιάσει το ηθικό των Ελλήνων, το οποίο μνημονεύεται και ιστορείται μέχρι σήμερα…
Στο δρόμο για το “Θυσιαστήριο της Λευτεριάς”
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου κατέφθασαν 10 φορτηγά. Με αυτά θα γινόταν η μεταφορά των 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου θα γραφόταν η τελευταία πράξη της ιστορίας τους.
Κατά την διάρκεια του “τελευταίου τους ταξιδιού”, οι δρόμοι γέμισαν με τα σημειώματά τους τα οποία έγραψαν στο πόδι και τα σκόρπισαν στους 5 ανέμους. Τα λιτά και περιεκτικά μικρά ραβασάκια με το ύστατο χαίρε, μια λέξη, μια προτροπή, μια παρακαταθήκη για όσους έμειναν πίσω, το ηχηρό μήνυμα ότι ο αγώνας θα καταλήξει με νίκη, γέμισαν την Αθήνα με περηφάνεια. Μια περηφάνεια για το ψυχικό σθένος που υπέδειξαν όλοι αυτοί που πήγαιναν σαν τα αρνιά στη σφαγή, αλλά δεν το έβαλαν κάτω.
Φτάνοντας στο Σκοπευτήριο, χωρίστηκαν σε 20αδες. Οι πρώτοι 20 παρατάχθηκαν στην σειρά και ερωτήθηκαν εάν έχουν κάτι να δηλώσουν πριν χάσουν την ζωή τους. Ο Σουκατζίδης, ως μεταφραστής υποχρεώθηκε να μεταφέρει τις δηλώσεις τους. Όλες ίδιες κι απαράλλακτες…
Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!
Οι πυροβολισμοί διέκοψαν τις ιαχές τους και έσπασαν την σιωπή των παρευρισκομένων. Κι όμως δεν υπήρχε δάκρυ να μουσκέψει τη γη γι’ αυτούς, ήταν όλοι αποφασισμένοι να πεθάνουν. Κι ενώ το αίμα έτρεχε από τα κορμιά τους, δόθηκε διαταγή στους επόμενους 20 να κουβαλήσουν τα πτώματα στα φορτηγά πριν πάρουν θέση για τις επόμενες βολές.
Έτσι κι έγινε…
Ακολούθησαν άλλες 9 ομάδες. Στην τελευταία ήταν ο Σουκατζίδης, ο οποίος αφού διετέλεσε τα καθήκοντά του στους Γερμανούς και εκείνη την ημέρα, έκλεισε το χρέος του προς την πατρίδα, αφήνοντας σώμα και ψυχή στα χώματα της Καισαριανής…
Ο χώρος του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ονομάστηκε αργότερα προς τιμήν τους Θυσιαστήριο της Λευτεριάς.
Μετά την εκτέλεση
Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία, οι σωροί τους στοιβάχτηκαν στα φορτηγά και μεταφέρθηκαν στο Γ΄ Νεκροταφείο, όπου είχαν ήδη προετοιμαστεί 200 ατομικοί ανώνυμοι τάφοι.
Κατά τη μακάβρια πομπή, ο κόσμος με βουβό πόνο ψυχής, έριχνε λουλούδια τους δρόμους που πότιζαν από το αίμα που έσταζε μέσα από τα φορτηγά…
Πολλές οικογένειες δεν γνώριζαν αν οι άνθρωποί τους εξακολουθούσαν να ζουν ή πέθαναν εκείνη την αποφράδα μέρα. Η λίστα δεν δημοσιεύθηκε και η αναγνώριση των νεκρών έγινε έναν χρόνο μετά, όταν έγινε η εκταφή των πτωμάτων, από τα προσωπικά τους αντικείμενα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν αρκετές παρανοήσεις για το ποιοι τελικά είχαν πέσει νεκροί στην Καισαριανή, καθώς αρκετοί είχαν μοιραστεί τα ρούχα τους με τους άλλους…