ΤΟ JOKER ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΑΧΝΙΑΣΜΕΝΟΙ ΝΟΜΟΙ .
Όλα ξεκίνησαν όταν δυο γυναίκες, υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού έκαναν την καταγγελία για την ταινία joker. H αστυνομία αναγκάστηκε να πάει στους κινηματογράφους και επειδή η καταλληλότητα της ταινίας έχει εγκριθεί με βάση νόμο του 1937 , έπρεπε να βγάλει ανήλικους από τις αίθουσες.
Οι δυο υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού κινήθηκαν αυτοβούλως, πέραν των αρμοδιοτήτων τους και χωρίς να έχουν ενημερώσει τους αρμόδιους στο υπουργείο ή να έχουν πάρει οποιαδήποτε εντολή, τόνιζε προς πάσα κατεύθυνση ,για να μειώσει τις αντιδράσεις η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδωνη.
Μια σειρά από τους αναχρονιστικούς αυτούς νόμους άλλων εποχών βρίσκονται ξεχασμένοι ,αλλά σε ισχύ , στην Ελληνική νομοθεσία.
Σε μια εποχή που η τεχνολογία και το ιντερνέτ έχει κάνει θαύματα κάποιοι δημιουργούν κοινωνικό ζήτημα με τους ανήλικους, την ώρα που οι περισσότεροι από αυτούς μπορούν να βρουν αυτές τις ταινίες στο διαδίκτυο ,έχοντας καλλίτερες γνώσεις στην τεχνολογία ακόμα και από τους γονείς τους .
ΟΙ ΤΕΝΤΥΜΠΟΙΔΕΣ
Το 1958 θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά ένας νόμος που τάραξε την ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια. Η τότε κυβέρνηση θα ψηφίσει τον περίφημο νόμο περί τεντυμποϊσμού, δηλ. το Νόμο 4000. Σύμφωνα με αυτόν οι νεαροί ταραχοποιοί που κατηγορούνταν για το αδίκημα της εξύβρισης θα τιμωρούνταν αφού συλλαμβάνονταν με κούρεμα (τους έπαιρναν τα μαλλιά με την ψιλή μηχανή ) και σκίσιμο των ρεβέρ στα παντελόνια τους.
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Σεπτεμβρίου του 1958 όταν η φοβερή αυτή παιδαγωγική διάταξη πρωτοεφαρμόστηκε σε τέσσερις τεντυμποϊς. Οι αστυνομικοί κούρεψαν τα αγόρια, έσκισαν τα ρεβέρ και τους διαπόμπευσαν ρίχνοντας τους στον δρόμο, υποχρεώνοντας τους να κρατάνε μια πινακίδα που έγραφε «Είμαι τεντυμποις γιατί γιαούρτωσα μια γυναίκα». Η διαδικασία υπήρξε αμφιλεγόμενη και δίχασε την ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια, αμφισβητώντας τον παιδαγωγικό της χαρακτήρα .
Σκοπός της τότε πολιτείας ήταν η συμμόρφωση, η πειθαρχία και ο παραδειγματισμός των νέων απέναντι σε απρεπείς συμπεριφορές των συνομηλίκων τους. Ο όρος τεντυμποις άλλωστε προέρχεται από την αγγλική έκφραση teddy boy, λέξεις με τις οποίες στην Αγγλία χαρακτηρίζονταν τότε οι νέοι με ακριβό ή μοντέρνο ντύσιμο και κούρεμα.
Χαρακτηριστική αναπαράσταση αυτής της αμφιβόλου εκπαιδευτικής διαδικασίας υπήρξε και στον Ελληνικό κινηματογράφο με την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000». Εκεί ο σκηνοθέτης παίζει με αυτό το ρεύμα αμφισβήτησης και ανησυχίας της νεολαίας, που ισορροπεί ανάμεσα στην ανεμελιά, το χιούμορ, την παραβατικότητα, την ηθική της εποχής.
Παρά τον προσδιορισμό και την εμφάνιση του τεντυμποισμού παγκοσμίως , στην Ελλάδα η αμφισβήτηση και η αντίδραση που υπήρξε, συγκριτικά με την υπόλοιπη νεολαία της Δύσης ήταν εμφανώς περιορισμένη ή σε αναντίστοιχο βαθμό . Αν και η ροκ εν ρολ μουσική υπήρξε η σημαία της αμφισβήτησης και ενώ στο εξωτερικό συνέβαινε μια πραγματική μουσική επανάσταση με τα διάφορα ρεύματα , στη χώρα μας, τους «γιεγιέδες» και τους «χιπυς» τους είχαν εντάξει οι δημιουργοί στις Ελληνικές ταινίες σαν μια εξωπραγματική γελοιότητα της εποχής.
Σε αυτό συνηγόρησε βέβαια και η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα .
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το 1983 ενώ η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία .
Ένας άλλος αναχρονιστικός νόμος που ταλαιπώρησε την Ελληνική κοινωνία ήταν ο νόμος για την μοιχεία .
Η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια, ενώ στους νόμους του Δράκοντα και του Σόλωνα προβλέπονταν ποινές για τους μοιχούς. Με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950 η μοιχεία χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Στο άρθρο 357 οι μοιχοί και οι μοιχαλίδες είχαν ποινή ενός έτους και το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του/της απατημένου συζύγου. Μόνο όταν το ανδρόγυνο βρισκόταν σε διάσταση η μοιχεία έμενε ατιμώρητη. Επίσης οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, με αποτέλεσμα την εποχή εκείνη να εκτυλίσσονται κωμικοτραγικές σκηνές. Όσοι υποψιάζονταν ότι τους «απατούσαν» προσλάμβαναν ιδιωτικούς αστυνομικούς οι οποίοι αναλάμβαναν να συλλέξουν στοιχεία, να φωτογραφίσουν το παράνομο ζευγάρι και να οδηγήσουν τους αστυνομικούς στην επ’ αυτοφώρω σύλληψη των δραστών. Αφού γινόταν η σύλληψη, οι παράνομοι εραστές πολλές φορές οδηγούνταν γυμνοί στο αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια οι εφημερίδες τους εξευτέλιζαν με ρεπορτάζ που έκαναν στα αστυνομικά τμήματα ή τις δικαστικές αίθουσες.
Δύο μήνες μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου στο πλαίσιο της κυβέρνησης για φιλελευθεροποίηση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο, αποφάσισε την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, η οποία υποστήριζε ότι «η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου» , και τις διαμαρτυρίες που οργανώθηκαν στο κέντρο της Αθήνας, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου προχώρησε στην κατάργηση του άρθρου 357 του Ποινικού Κώδικα περί μοιχείας με το άρθρο 8 του Νόμου 1272/82. Την ανακοίνωση έκανε ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Στάθης Αλεξανδρής και από τότε η μοιχεία έπαψε να είναι ποινικό αδίκημα.
Σήμερα ,σύμφωνα με έγκυρες δικαστικές πηγές, υπολογίζονται σε πάνω από τριάντα οι αναχρονιστικοί νόμοι που βρίσκονται ξεχασμένοι ,αλλά σε ισχύ , στην Ελληνική νομοθεσία.
Καθήκον της πολιτείας είναι να κινηθεί άμεσα για την κατάργηση τους χωρίς χρονική καθυστέρηση και συστάσεις επιτροπών .