«Ζήσε χωρίς νεκρές στιγμές, απόλαυσε χωρίς εμπόδια». Το χαρακτηριστικό αυτό σύνθημα του Μάη του ’68 φέρνει στο προσκήνιο την ψυχιατρική, που βρέθηκε τότε και αυτή στο στόχαστρο μιας κριτικής ριζοσπαστικής θεώρησης.
Ο Μάης του ’68 προήγαγε σε πεμπτουσία της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης το αίτημα της ελευθερίας.
«Ζωή διάσπαρτη από νεκρές στιγμές, αδυναμία απόλαυσης, ψυχικά εμπόδια παντού…». Θα μπορούσε και έτσι να οριστεί η ψυχική διαταραχή. Από τις αλλοτινές εποχές, τότε που βαφτιζόταν μανία, φρενοβλάβεια, παραφροσύνη, η ψυχική νόσος έπαιρνε τη μορφή μιας «παθολογίας της ελευθερίας». Ο Μάης του ’68 έδειξε πως η ελευθερία αυτή δεν διακυβεύεται από την ύπαρξη της ψυχικής διαταραχής αλλά από τον ίδιο το θεσμό που έχει αναλάβει τη διευθέτηση και τη θεραπεία της, καθώς και από τους λόγους που δομούν αυτόν το θεσμό.
Έτσι, η αντιψυχιατρική κίνηση εύλογα και άνθησε και μεσουράνησε την εποχή εκείνη. Διέγραψε τη φωτεινή-σκοτεινή πορεία της και εξέπνευσε και αυτή κάτω από το βάρος της ουτοπίας που η ίδια πρόταξε.
Εμπνευστές και πρωτεργάτες της αντιψυχιατρικής, οι Laing, Cooper, Esterson, στη Μεγάλη Βρετανία συμβάλλουν στην ανάπτυξη παράλληλων κινήσεων στη Γαλλία (Gentis, Mannoni), στην Ιταλία (Basaglia, Gervis) και στην Αμερική (Szasz).
– Η ψυχική νόσος δεν είναι ένα ιατρικό, αλλά ένα κοινωνικό γεγονός, απόρροια των αλλοτριωμένων κοινωνικών δομών. Η γλώσσα της τρέλας είναι αποκαλυπτική της παθολογίας των κοινωνικών δομών.
– Το ψυχιατρικό ετικετάρισμα, εγκλωβίζοντας το άτομο στα ασφυκτικά πλαίσια μιας ελαττωματικής κατηγορίας, αποτελεί μια στοιχειώδη στέρηση της ελευθερίας, μια κατ’ εξοχήν πράξη βίας.
«Η γλώσσα της τρέλας δεν είναι τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο από πραγμάτωση της γλώσσας. Τα λόγια μας που αρχίζουν να αγγίζουν τον άλλον και να πού βρίσκεται ο κίνδυνος της τρέλας: λέει την αλήθεια. Ο μοναδικός κίνδυνος της τρέλας έγκειται στο γεγονός ότι απο-ομαλοποιεί βίαια τις ασήμαντες λέξεις και τους κόσμους της σιγουριάς».
Πώς να μη συνεγείρει ένας τέτοιος λόγος; Πώς να μη συναρμοστεί απόλυτα με το ζητούμενο του Μάη του ’68; Τη γιατρειά, δηλαδή, της ζωής μας από κάθε λογής καταπίεση; Ωστόσο, όταν σβήνουν τα φώτα στη σκηνή, η άλλη πραγματικότητα παίρνει το κατόπι. Τι απέμεινε από την αντιψυχιατρική; Σαράντα χρόνια μετά, σε μια εποχή όπου οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της αποασυλοποίησης και της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης (ό,τι και αν σηματοδοτεί αυτή η δήθεν διαυγής έννοια) είναι λίγο πολύ παντού ορατά;
Κατόρθωσε άραγε η αντιψυχιατρική, διαμορφωμένη σε ένα ενιαίο κίνημα, να επέμβει καταλυτικά στην κοινωνική πραγματικότητα που αμφισβήτησε; Προφανώς, η απάντηση είναι αρνητική. Το θετικιστικό όραμα μιας τεχνοκρατικής διαχείρισης της ψυχικής νόσου παραμένει κυρίαρχο, ενώ τα στεγανά ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη λεγόμενη προοδευτική ψυχιατρική γίνονται ολοένα και πιο ασαφή.
Η τάση εκθειασμού της ψυχικής διαταραχής υπήρξε ένα δυνάμει επικίνδυνο ατόπημα της αντιψυχιατρικής. Ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης της οδύνης, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν αυτή είναι προϊόν ενδοψυχικών ή και κοινωνικών συγκρούσεων, είναι γεγονός ότι το πάσχον υποκείμενο είναι εκτεθειμένο στη συνεχή απειλή μιας βαθιάς οδύνης. Όταν η θεραπευτική πρόταση μένει έωλη, η οδύνη μένει και αυτή έωλη. Ποιος μπορεί να επωμισθεί την ευθύνη μιας τέτοιας επιλογής; Η ριζοσπαστικότητα της αντιψυχιατρικής κίνησης εμφανίσθηκε σε μια υπερβάλλουσα συγκινησιακή φόρτιση που δεν αντιστοιχούσε πάντα σε μια αντίστοιχη θεωρητική και εφαρμόσιμη εδραίωση, ενώ η τάση για συνεχή άρνηση δεν οδήγησε εν τέλει σε μια εναλλακτική πρόταση. Οι οπαδοί της αντιψυχιατρικής πίστεψαν ότι, ξεριζώνοντας όλες εκείνες τις συνήθειες της σκέψης και της κατανόησης που αφορούν την παραφροσύνη, θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν βιώσιμο. Σύντομα διαπιστώθηκε η αδυσώπητη δυσκολία του εγχειρήματος. Δεν είναι τυχαία τα λόγια του Laing λίγο προτού πεθάνει: «Είμαι σαν μια τυφλή νυχτερίδα που, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό της, βουλιάζει σε κινούμενη άμμο».
Κι όμως, η συμβολή της αντιψυχιατρικής δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη γύρω από το πρόβλημα της ψυχικής ασθένειας και έριξε φως στους πολύπλοκους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την κοινωνική αντίδραση σε αυτήν. Οδήγησε σε μια επανεκτίμηση της έννοιας «θεραπεία»-«θεραπεύω», μέσα στο πλαίσιο της οποίας το πάσχον άτομο προσλαμβάνεται ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο της διαταραχής του. Το αίτημα μιας εκτός ασύλων ψυχιατρικής μεταρρύθμισης οφείλει πολλά σε αυτή την κίνηση.
Μαζί με το Μάη του ’68, η αντιψυχιατρική μας φανέρωσε μια αλήθεια που ως κόρη οφθαλμού αξίζει σήμερα να τη διαφυλάξουμε: «Πριν από κάθε απαραίτητη οικονομική και κοινωνική επανάσταση χρειαζόμαστε μια επανάσταση της συνείδησης που θα μας επιτρέψει να γιατρέψουμε την ζωή». Τα λόγια αυτά του Artaud παραμένουν το κληροδότημα μιας ανεπιστρεπτί χαμένης εποχής αλλά και το κληροδότημα μιας ανεπιστρεπτί χαμένης ελπίδας.