Το κόμμα μας υποστηρίζει ότι ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας δεν πρέπει να είναι ξεκομμένος από ένα ευρύτερο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, νομοθετικής ανασυγκρότησης και κωδικοποίησης πολύ δύσκολων και εξειδικευμένων φορολογικών διατάξεων.
Και κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε και επιτάσσει την συνεχή ανανέωση και επικαιροποίηση του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας είναι ότι η φοροδιαφυγή και η λαθρεμπορία είναι πάντα πιο μπροστά από τις φορολογικές αρχές.
Με τα άρθρα που αναφέρονται στις ρυθμίσεις οφειλών, δίνεται η δυνατότητα επανένταξης σε ρυθμίσεις που είχαν πρακτικά χαθεί επειδή οι φορολογούμενοι δεν κατέβαλαν εμπρόθεσμα δύο ή περισσότερες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω λάθους του συστήματος, που δεν αναγνώρισε μια πληρωμή ως εμπρόθεσμη.
Η επανένταξη όλων αυτών των οφειλετών μπορεί να γίνει εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Οι ρυθμίσεις τους δεν έχουν διαγραφεί από τους λογαριασμούς τους στο TAXISnet αλλά παραμένουν «παγωμένες» στο σύστημα, με γνωστοποιημένο στους οφειλέτες τον κωδικό πληρωμής τους, που δεν είναι άλλος από την Ταυτότητα Ρυθμιζόμενης Οφειλής (Τ.Ρ.Ο.) της κάθε ρύθμισης και εφόσον:
Από τώρα και μέχρι τη δημοσίευση των διατάξεων του νέου φορολογικού νομοσχεδίου για τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πληρώσουν, χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Ρυθμιζόμενης Οφειλής (Τ.Ρ.Ο.) της κάθε χαμένης τους ρύθμισης, όλες τις μηνιαίες δόσεις της που άφησαν απλήρωτες και έγιναν εκπρόθεσμες.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μέχρι τα τέλη Απριλίου οι οφειλέτες που θέλουν να επανενταχθούν στις ρυθμίσεις θα πρέπει να πληρώσουν όλες τις εκπρόθεσμες δόσεις!
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΥΠΕΘΟΟ, περίπου 230.000 ρυθμίσεις χάθηκαν λόγω του αυστηρού πλαισίου που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Με βάση εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, περίπου 1,2 δισ. ευρώ «χάθηκαν» από τα κρατικά ταμεία, ποσό το οποίο θα μπορέσει να εισπραχθεί εφόσον οι φορολογούμενοι αναβιώσουν τις ρυθμίσεις που έχασαν μετά και τις αλλαγές που θα επέλθουν μέσω του νέου Κώδικα.
Θα πρέπει επίσης να δοθεί λύση για τις ρυθμίσεις των οφειλετών που έχουν διαγραφεί από τους λογαριασμούς τους στο TAXISnet. Αυτοί η κατηγορία των οφειλετών δεν θα έχει καμιά δυνατότητα να κάνει χρήση των νέων διατάξεων, αν δεν επανέλθουν άμεσα στους λογαριασμούς τους στο TAXISnet.
Στην πράξη η αναβίωση των παραπάνω ρυθμίσεων απαιτεί οι φορολογούμενοι να είναι σε θέση να αποπληρώσουν μεγάλο αριθμό δόσεων, κάτι που πρακτικά δεν θα είναι εφικτό για την πλειοψηφία των οφειλετών, θα αφορά μόνο μικρό αριθμό οφειλετών που διαθέτουν ρευστότητα.
Εδώ τίθεται το ερώτημα προς την κυβέρνηση, γιατί δεν επιδιώκει μια ρύθμιση που θα αφορά όσον το δυνατό περισσότερους οφειλέτες, παρά επιλέγει μια λύση που θα αφορά λίγους που μπορούν να αποπληρώσουν άμεσα μεγάλο αριθμό δόσεων.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η πανδημία δημιούργησε νέα χρέη που σε πολλές περιπτώσεις αθροίστηκαν με τα χρέη της περιόδου της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Η πρότασή του κόμματός μας είναι η επανένταξη όλων των οφειλετών των ρυθμίσεων που χάθηκαν σε μια νέα ρύθμιση των 120 δόσεων που θα περιλαμβάνει παλαιά και τυχόν νέα χρέη που δημιουργήθηκαν μέχρι την 31-12-2023.
Επίσης προτείνουμε μέσω ενός κεντρικού ψηφιακού συστήματος τυποποιημένης παρακολούθησης οι φορολογούμενοι θα ενημερώνονται εγκαίρως για τις οφειλές τους, ώστε σε εύλογο χρόνο να τακτοποιήσουν οποιαδήποτε εκκρεμότητα έχει δημιουργηθεί και να μην χάνουν τις ρυθμίσεις που έχουν.
Θεσπίζεται η δυνατότητα του ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου, στις περιπτώσεις που συντρέχει συνδυασμός κριτηρίων από τα οποία προκύπτει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος φοροδιαφυγής.
Προτείνουμε στις περιπτώσεις όπου ενεργοποιείται η διάταξη ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου και προκύπτουν σημαντικά ποσά, να προβλέπεται η Φορολογική Διοίκηση να δύναται να αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παρ. 6 του άρθρου 10 του παρόντος νομοσχεδίου.
Είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι ορισμένες επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν συστηματικά, έχουν «εικονικούς» νόμιμους εκπροσώπους αλλοδαπούς ή υπέργηρους πολίτες με «καθαρά ΑΦΜ», πρόκειται κυρίως καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος (νυκτερινά κέντρα, εστιατόρια, ταβέρνες, φούρνοι κλπ) και πρατήρια υγρών καυσίμων, ώστε να προστατεύεται ο πραγματικός δικαιούχος – ιδιοκτήτης της επιχείρησης που φοροδιαφεύγει.
Προτείνουμε η Φορολογική Διοίκηση να δύναται να αναστέλλει τη χρήση ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του Α.Φ.Μ., εκτός των «εικονικών» νομίμων εκπροσώπων και κατόπιν σχετικής έρευνας, των πραγματικών δικαιούχων – ιδιοκτητών των επιχειρήσεων που φοροδιαφεύγουν και άμεσα να δεσμεύονται τα περιουσιακά στοιχεία τους.
Το εν λόγω διοικητικό μέτρο, θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη πρόληψη και αποθάρρυνση των επιχειρηματιών, εκείνων, οι οποίοι εργαλειοποιούν την οικονομική ένδεια αλλοδαπών ή την προκεχωρημένη ηλικία συμπολιτών μας, για να καθιδρύσουν εικονικές και κατάφορτες με φορολογικά χρέη επιχειρήσεις, εισπράττοντας μη αποδοθέντα χρηματικά ποσά ΦΠΑ.
Όσον αφορά την έκδοση Ερμηνευτικών εγκύκλιων και οδηγιών για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, Προτείνουμε την προσθήκη ενός νέου άρθρου με τίτλο «Διαρκής Διαβούλευση με Επαγγελματικούς Φορείς», όπου για πολύπλοκα φορολογικά θέματα οι θεσμικοί φορείς όπως το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Ενώσεις Λογιστών Φοροτεχνικών να μπορούν να αιτούνται προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ την έκδοση Ερμηνευτικών εγκύκλιων και οδηγιών για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.
Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι εάν εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής, υποβάλλεται αρχική ή τροποποιητική η παραγραφή παρατείνεται για περίοδο ενός (1) έτους από τη λήξη της πενταετίας.
Η πρόβλεψη, άλλωστε, μιας σειράς λόγων που δικαιολογούν την μονοετή παράταση της προθεσμίας παραγραφής, από κοινού με την θεσπισμένη εξαιρετική δυνατότητα δεκαετούς παρέκτασης της πενταετούς παραγραφής, απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη για μια αργόσυρτη και γραφειοκρατικώς αγκυλωμένη
φορολογική διοίκηση. Κάτι που πλέον, δεν ισχύει, δεδομένου του ότι στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών υφίσταται η αναγκαία, ψηφιακή πλέον, υπεροπλία διοικητικών εργαλείων, με αποτέλεσμα να πρέπει να επαναξιολογηθεί με την δέουσα προσοχή το σκέλος της χρονικής διάρκειας παραγραφής, δεδομένου ότι σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, η τριετία θεωρείται ένα αδιαπραγμάτευτο και σύμφωνο με την αρχή της διοίκησης, δίκαιο όριο.
Εν συνεχεία, το άρθρο περί αποδοχής πράξεων στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, είναι στην σωστή κατεύθυνση διότι όταν οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα που οφείλονται μειώνονται, τότε και ο φορολογούμενος θα αποδεχθεί την κύρια οφειλή πιο εύκολα. Αυτό θα συμβεί διότι το Δημόσιο μπορεί μεν να εισπράττει φαινομενικά λιγότερα, αλλά θα εισπράττει, οι φορολογούμενοι επειδή θα επιβαρύνονται λιγότερο θα έχουν συμφέρον να κάνουν χρήση των εν λόγω διατάξεων και οι υποθέσεις για Διοικητικές Επιλύσεις Διαφορών και Δικαστήρια θα περιοριστούν. Θα πρέπει όμως να αξιολογηθεί εκ νέου, το ύψος της έκπτωσης στα πρόστιμα και στις προσαυξήσεις, ούτως ώστε να μην βρεθούμε πάλι προ των πυλών μιας νέας αναγκαίας σύστασης Εξωδικαστικών Επιτροπών, οι οποίες κατατείνουν στην δικαστηριακή αποσυμφόρηση. Αν, επί παραδείγματι, μέχρις και της δικαστικής
προσφυγής το πόσο της έκπτωσης εκκινεί από 75% και φθάνει, προ των δικαστικών πυλών, στο 50% (σε περιπτώσεις εφάπαξ καταβολών), ο φορολογούμενος θα σκεφθεί σοβαρά το ενδεχόμενο να μην προσφύγει στη δικαιοσύνη, γεγονός που συνεπάγεται τόσο την αποσυμφόρηση της δικαστηρίων όσο και την ταχεία εισπραξιμότητα των καταλογισθέντων ποσών και προστίμων.
Η ψηφιακή επικοινωνία της φορολογικής διοίκησης με τους φορολογουμένους, ως προς την κοινοποίηση πράξεων και λοιπών εγγράφων και αρχείων, δεν θα πρέπει να δημιουργεί αποκλεισμούς σε όσους δεν έχουν την πρόσβαση και την απαιτούμενη γνώση της χρήσης τους.
Προτείνουμε η επικοινωνία με τις «κλασικές» μεθόδους να διατηρηθεί για πολίτες που δεν έχουν βασικές γνώσεις στις νέες τεχνολογίες και σε πολίτες άνω των 70 ετών εφόσον το επιθυμούν, δεδομένου ότι κατά τεκμήριο δεν είναι εξοικειωμένοι με την χρήση νέων τεχνολογιών.
Σύμφωνα με άρθρο του σχεδίου νόμου, μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου, το χρονικό περιθώριο για την διενέργεια του φορολογικού ελέγχου ορίζεται σε έως ένα (1) έτος και με παρατάσεις μπορεί να φτάσει μέχρι τα δύο χρόνια.
Αυτή η χρονική διάρκεια αποτελεί τροχοπέδη για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Δεν μπορεί ο φορολογούμενος να είναι εγκλωβισμένος για 2 ολόκληρα χρόνια ή και περισσότερο σε ένα φορολογικό έλεγχο, με αβέβαιο αποτέλεσμα, που τον αναγκάζει να αναβάλλει κάθε περαιτέρω επενδυτική δραστηριότητα.
Προτείνουμε το διάστημα του φορολογικού ελέγχου, δεν θα πρέπει να ξεπερνά συνολικά τους 12 μήνες, μαζί με οποιαδήποτε παράταση.
Επίσης δεν προβλέπεται ορισμός διάρκειας για τους ελέγχους που είναι ήδη σε εξέλιξη και έχουν ήδη υπερβεί τη διάρκεια του έτους κατά τη δημοσίευση του νόμου. Υπάρχουν εντολές ελέγχου ανοιχτές αυτή τη στιγμή που έχουν αγγίξει τα 3, 4 ή και παραπάνω έτη και που εν τω μεταξύ κάποια ή και όλα τα έτη που εξετάζει ο έλεγχος έχουν ήδη παραγραφεί φορολογικά. Προτείνουμε το άρθρο 28 να έχει αναδρομική ισχύ και να περιλαμβάνει ρητά και τις εντολές ελέγχου που έχουν ξεπεράσει το ένα έτος με μεταβατική διάταξη.
Tέλος στο άρθρο 99 με τίτλο «Διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης απαιτήσεων από κατάπτωση εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση θανάτου πρωτοφειλέτη, εγγυητή ή συνυποχρέου ή λύσης, εκκαθάρισης ή διαγραφής από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο», περιγράφεται μια διαδικασία όπου εγείρει σοβαρούς κινδύνους το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει ποσά από καταπτώσεις εγγυήσεων τα οποία θα έπρεπε να εισπραχθούν από κληρονόμους, εγγυητές ή άλλα συνυπόχρεα πρόσωπα.
Είναι λανθασμένη η υιοθέτηση βεβαίωσης από τον αιτών, δηλαδή κατά βάση από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων ότι δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση των κληρονόμων του θανόντος πρωτοφειλέτη, εγγυητή ή συνυποχρέων πέραν της πρώτης τάξης με όση επιμέλεια και αν κατέβαλαν.
Επίσης η εν λόγω διάταξη αν και είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει δαπάνες λόγω καταπτώσεων εγγυήσεων επί του τακτικού προυπολογισμού, δεν συνοδεύεται από εκτίμηση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ποια θα είναι η αναμενόμενη επιβάρυνση για το 2024 και για τα επόμενα έτη. Απευθυνόμαστε στον αρμόδιο Υπουργό κ. Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, δεν είναι δυνατόν να νομοθετούμε στα τυφλά αν δεν γνωρίζουμε έστω και κατά προσέγγιση για το ύψος της αναμενόμενης δαπάνης επί του τακτικού προϋπολογισμού, σας καλούμε να καταθέσετε έστω και σήμερα τα σχετικά στοιχεία.
Το κόμμα μας προτείνει η σχετική βεβαίωση ότι δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση των κληρονόμων του θανόντος πρωτοφειλέτη, εγγυητή ή συνυποχρέου πέραν της πρώτης τάξης ή λύσης, εκκαθάρισης ή διαγραφής από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, τουλάχιστον για μεγάλες οφειλές άνω των 150.000 ευρώ, θα πρέπει να δίνεται αποκλειστικά από αρμόδιο Ελεγκτικό Κέντρο της φορολογικής διοίκησης.
Το κόμμα μας θα ψηφίσει ΠΑΡΩΝ στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» αναγνωρίζοντας ότι αρκετές διατάξεις κινούνται προς θετική κατεύθυνση, ωστόσο η κυβέρνηση δεν τόλμησε να υιοθετήσει μια γενναία διάταξη για τις ρυθμίσεις παλαιών και νέων χρεών, παρόλο που είναι ένα πρόβλημα που ταλανίζει χιλιάδες συμπολίτες μας.
* Από την παρέμβαση του βουλευτή της ΝΙΚΗΣ Ανδρέα Βορύλλα στη Βουλή για το φορολογικό νομοσχέδιο