Θερμό κλίμα στην συνάντηση Μητσοτάκη- Μερτς και νέα δυναμική στις ελληνογερμανικές σχέσεις, διαπιστώνει το Μέγαρο Μαξίμου μετά την χθεσινή επίσκεψη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βερολίνο και την συνάντηση που είχε με τον νέο καγκελάριο, ως ο πρώτος μάλιστα Ευρωπαίος ηγέτης που επισκέφθηκε την καγκελαρία μετά την ανάληψη από το Φρίντριχ Μερτς των καθηκόντων του νέου επικεφαλής της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η οικονομία και το «νέο κεφάλαιο» που, όπως ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, γράφει η χώρα μας σε αυτό τον τομέα- όπου μέχρι πριν από μερικά χρόνια η Ελλάδα ήταν το «προβληματικό παιδί της Ευρώπης», αλλά και πεδίο εφαρμογής ευρωπαϊκών πολιτικών ακραίας λιτότητας που έφεραν τότε την σφραγίδα του Βερολίνου- συνιστά πλέον «το ισχυρό χαρτί» στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η αναγνώριση των σημαντικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας που, σύμφωνα με τον κ. Μητσοτάκη αναγνωρίζεται πλέον ως «πρότυπο για την ικανότητά της να συνδυάζει την δημοσιονομική πειθαρχία με πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης», ήρθε μάλιστα όχι μόνο από τον νέο Γερμανό καγκελάριο και ομοϊδεάτη του κ. Μητσοτάκη στο πλαίσιο του ΕΛΚ όπου ανήκουν η ΝΔ και οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και από το γερμανικό Οικονομικό Συμβούλιο, μία ένωση 12.000 γερμανικών επιχειρήσεων, η οποία βράβευσε χθες βράδυ τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Αποδεχόμενος αυτό το μετάλλιο «εκ μέρους του ελληνικού λαού» στον οποίο, όπως είπε, «ανήκει πρωτίστως» η αναγνώριση, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι αποτελεί αντανάκλαση «όχι μόνο της αναγνώρισης της προόδου που έχει σημειώσει η Ελλάδα, αλλά και της αλλαγής του τρόπου με τον οποίοι οι δύο χώρες μας κατανοούν η μία την άλλη».
«Η ελληνογερμανική σχέση έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν. Παρεξηγήσεις, δυσπιστία, δύσκολες πολιτικές επιλογές, άφησαν το στίγμα τους και στις δύο κοινωνίες. Αλλά αυτό το ωραίο χρυσό μετάλλιο είναι ίσως το καλύτερο σύμβολο ότι αυτές οι ημέρες είναι πίσω μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Έλληνας πρωθυπουργός στην ομιλία μετά την βράβευσή του.
Ο θετικός αντίκτυπος που έχει στις ελληνογερμανικές σχέσεις η «ιστορία επιτυχίας» της ελληνικής οικονομίας, η προσδοκία πως η συνέχιση υλοποίησης μίας μεταρρυθμιστικής ατζέντας από την Αθήνα θα καθιστά την χώρα μας έναν ολοένα και πιο ελκυστικό προορισμό για γερμανικές επενδύσεις- με τον κ. Μητσοτάκη να απευθύνει χθες βράδυ νέο προσκλητήριο στις γερμανικές επιχειρήσεις «να εξετάσουν την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό»- δεν αναιρούν ωστόσο και τις διαφορετικές προσεγγίσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν.
Βασικό πεδίο το μεταναστευτικό και ειδικότερα οι δευτερογενείς ροές προσφύγων που το Βερολίνο ζητά να περιοριστούν.
Η διαφορετική οπτική των δύο χωρών στο συγκεκριμένο ζήτημα έγινε σαφής και από τις δηλώσεις των δύο ηγετών, εξέπεμψαν ωστόσο και ένα μήνυμα αμοιβαίας πρόθεσης να αναζητηθούν λύσεις «μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας των αρμόδιων υπουργείων».
Σε αντίθεση πάντως με την προτεραιότητα που αποδίδει η Γερμανία σε αυτό το ζήτημα, για την Ελλάδα οι δευτερογενείς ροές δεν αποτελούν πλέον κύριο θέμα. Κυβερνητικές πηγές τόνιζαν μάλιστα χθες πως η χώρα μας έχει επιταχύνει ουσιαστικά την διαδικασία ασύλου, η οποία ετίθετο παλαιότερα ως μείζον θέμα από τις προηγούμενες γερμανικές κυβερνήσεις, ενώ εκτιμούσαν πως και η Γερμανία δείχνει κατανόηση για το γεγονός ότι η Ελλάδα προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, τόσο τα θαλάσσια όσο και τα χερσαία.
Σύμφωνα με την Αθήνα, η έμφαση όσον αφορά το μεταναστευτικό πρέπει να δοθεί στην εξωτερική διάσταση, στις επιστροφές και στη σωστή υλοποίηση του ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου.
Πεδίο συζήτησης και ανάμεσα σε Αθήνα και Βερολίνο- όπως και με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες- συνιστά και το ενδεχόμενο συμμετοχής μη μελών της ΕΕ στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Ο κ. Μητσοτάκης εξέπεμψε για το ζήτημα αυτό μηνύματα και από την γερμανική πρωτεύουσα, όπως είχε κάνει μία ημέρα νωρίτερα και από την Ρώμη, με το βλέμμα πάντα στην προσπάθεια της Τουρκίας να εισέλθει σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα.
Ο Γερμανός καγκελάριος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συμμετοχής και κρατών που δεν είναι μέλη της ΕΕ, ενώ ο κ. Μητσοτάκης διαμήνυσε ότι έχουμε την ευθύνη να επιλέξουμε προσεκτικά τους συνομιλητές μας στο πεδίο αυτό, προειδοποιώντας ότι θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, διαφορετικά θα τίθενται σε κίνδυνο συμφέροντα ασφάλειας των επιμέρους κρατών μελών, όσο τελικά, όμως, και η αυτονομία και η ίδια η αξιοπιστία της Ευρώπης.
Όσον αφορά τα Εurofighter, αφού ανέφερε πως δεν είναι η δουλειά ενός φιλοξενούμενου πρωθυπουργού να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία θα κάνει πωλήσεις οπλικών συστημάτων, ο κ. Μητσοτάκης εκτίμησε ότι υπάρχει μία κατανόηση από τη γερμανική πλευρά ως προς την ανάγκη τέτοιου είδους πωλήσεις, αλλά και ενδεχόμενες μελλοντικές αμυντικές συνεργασίες να πληρούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις.
Αυτές, όπως εξήγησε, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες οι οποίες θέλουν με κάποιον τρόπο να συνδεθούν αμυντικά με την Ευρώπη, θα πρέπει να δείχνουν μια υψηλή συμμόρφωση ως προς την κοινή πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας ή να υπογράψουν και μία συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να υπάρχει δηλαδή ένα πλαίσιο στο οποίο θα λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιαιτερότητες όλων των κρατών μελών.
Απόστολος Χονδρόπουλος