Μια ακόμα θετική είδηση για την ελληνική οικονομία επεφύλασσε η τελευταία αξιολόγηση της Fitch Ratings, η οποία κράτησε μεν σταθερό το rating σε «ΒΒΒ-», αλλά αναβάθμισε τις προοπτικές (outlook) από σταθερές, σε θετικές.
Tον Δεκέμβριο του 2023 ο αμερικανικός οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα. Έκτοτε, ο αμερικανικός οίκος δεν προχώρησε σε καμία αναβάθμιση της αξιολόγησης ή των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου.
Ωστόσο, πλέον με την αναβάθμιση του outlook σε θετικό εκπέμπει ξεκάθαρο μήνυμα βελτίωσης και της βαθμολογίας της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε ορίζοντα ενός η δυο ετων .
Οι διεθνείς οίκοι, με αφορμή την εξαιρετική πορεία της Ελληνικής οικονομίας, την έχουν αναβαθμίσει διαδοχικά και πιο συγκεκριμένα η Moody’s και η DBRS τον Μάρτιο και η Standard and Poor’s τον Απρίλιο.
Σε περίπου δεκαπέντε ημέρες σειρά έχει ο γερμανικός οίκος Scope Ratings, ο οποίος βαθμολογεί την Ελλάδα με ΒΒΒ και σταθερές προοπτικές.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, η αναθεώρηση της προοπτικής των μακροπρόθεσμων αξιολογήσεων της Ελλάδας βασίζεται στους παρακάτω βασικούς παράγοντες αξιολόγησης και στη βαρύτητά τους:
Η Ελλάδα κατέγραψε πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης 1,3% του ΑΕΠ το 2024 και πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον αρχικό στόχο της κυβέρνησης για 1%. Το αποτέλεσμα αυτό ξεπέρασε και τις προβλέψεις της Fitch και αποτελεί εντυπωσιακή βελτίωση σε σχέση με το έλλειμμα 1,4% του 2023.
Με αυτό το ισχυρό σημείο εκκίνησης, ο οίκος προβλέπει ότι θα συνεχιστούν τα πλεονάσματα το 2025 και 2026, αν και κάτω του 1%. Τον Απρίλιο 2025, η κυβέρνηση ανακοίνωσε δημοσιονομική χαλάρωση ύψους 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ), με στόχο την τόνωση των επενδύσεων και τη στήριξη συνταξιούχων και ενοικιαστών.
Η Ελλάδα σημειώνει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μετά την πανδημία μεταξύ των επενδυτικά αξιόχρεων κρατών που αξιολογεί η Fitch. Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα φτάνουν τα 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ), αρκετά για την κάλυψη όλων των λήξεων χρέους τα επόμενα τρία χρόνια. Η Fitch προβλέπει ότι η ταχεία μείωση του χρέους θα συνεχιστεί, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να πλησιάζει το 120% έως το 2030.
Όπως τόνιζαν πηγές του υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με την έκθεση:
- Το συνολικό πλεόνασμα του 1,3% και το πρωτογενές 4,8% για το 2024, ξεπερνούν τις εκτιμήσεις του οίκου, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει. Δεδομένης της ισχυρής αυτής θέσης, η Fitch προβλέπει συνολικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2025 και 2026 κοντά στο 1%.
- Διαπιστώνεται κατακόρυφη πτώση του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη πτώση χρέους μετά την πανδημία ανάμεσα στις χώρες που αξιολογεί η Fitch.
- Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο συνετό και αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο κινείται η χώρα. Υπογραμμίζει την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση και τονίζει ότι η τελευταία επίσημη δημοσιονομική πρόβλεψη, δηλαδή η ενημέρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου του Μαΐου 2025, ευθυγραμμίζεται πλήρως με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
- Η Fitch εστιάζει στην ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που τρέχει με ρυθμό 2,3% το 2024. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει πάνω από το 2% το 2025 και το 2026, πολλαπλάσια του 0,4% που είναι η πρόβλεψη του οίκου για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
OI HΠA
Την ίδια ώρα, η Moody’s Ratings υποβάθμιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπογραμμίζοντας ότι ακόμη και η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου δεν είναι άτρωτη απέναντι σε πολιτικές και δημοσιονομικές αδυναμίες.
Ο οίκος αφαίρεσε από τις ΗΠΑ την τελευταία κορυφαία πιστοληπτική της αξιολόγηση, αντανακλώντας την εντεινόμενη ανησυχία ότι το διογκούμενο χρέος και τα ελλείμματα θα βλάψουν τη θέση της Αμερικής ως κατ’ εξοχήν προορισμού για τα παγκόσμια κεφάλαια και θα αυξήσουν το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης.
Πιο συγκεκριμένα, ο οίκος Moody’s μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ σε Aa1 από Aaa, μαζί με την Fitch Ratings και την S&P Global Ratings.
Η Moody’s κατηγόρησε τις διαδοχικές διοικήσεις και το Κογκρέσο για τη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που, όπως είπε, δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης.
Η αμερικανική προεδρία αντέδρασε με τόνο οργισμένο και επιθετικό στην είδηση της υποβάθμισης του αξιόχρεου του δημοσίου των ΗΠΑ από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο διευθυντής επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, ο Στίβεν Τσανγκ, καταφέρθηκε εναντίον του επικεφαλής οικονομολόγου του οίκου, Μαρκ Ζάντι, «συμβούλου του Ομπάμα» και «δωρητή της Κλίντον», τον οποίο χαρακτήρισε ορκισμένο αντίπαλο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Πάντως οι συνεχείς αναβαθμίσεις της Ελλάδας έρχονται ως επιβράβευση μιας δεκαετίας επίμονης δημοσιονομικής προσαρμογής, δύσκολων μεταρρυθμίσεων και σταθερής προσπάθειας για ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών. Οι διεθνείς οίκοι επικαλούνται την υγιή πορεία των δημόσιων οικονομικών, την αναπτυξιακή δυναμική και τη σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος ως βασικούς λόγους για την αναβάθμιση.
Σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική εξέλιξη, οι οίκοι υποβάθμισαν τις ΗΠΑ επικαλούμενοι την αύξηση του αμερικανικού χρέους και το κόστος για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Η σύμπτωση των δύο αξιολογήσεων –της αναβάθμισης της Ελλάδας και της υποβάθμισης των ΗΠΑ– δημιουργεί μια εικόνα εντυπωσιακής αντιστροφής ρόλων. Μια μικρή οικονομία, που πριν από μερικά χρόνια αποτελούσε τον «αδύναμο κρίκο» της Ευρωζώνης, επανέρχεται δυναμικά, ενώ η υπερδύναμη εμφανίζει σημάδια οικονομικής κόπωσης.
Πρόκειται για μια σπάνια στιγμή στον παγκόσμιο χάρτη αξιοπιστίας. Η Ελλάδα αποδεικνύει ότι, με σχέδιο και επιμονή, είναι δυνατό να αναστραφεί ακόμα και η χειρότερη οικονομική κρίση. Από την άλλη, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πλέον συνέπειες για χρόνια πολιτικής πόλωσης και απουσίας μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.

