Του Μιχάλη Κατσιμιτση
Η γενική εικόνα που έχουμε για το τι είναι διανοούμενος αρκεί για το παρόν σημείωμα. Θα τονίσω, ωστόσο, το βασικό χαρακτηριστικό του (τουλάχιστον από την εποχή του Κατηγορώ του Εμίλ Ζολά και μετά): την παρέμβασή του σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Ο «άνθρωπος του πνεύματος», από την άλλη, μπορεί να ζει απομονωμένος και να ασχολείται με το αντικείμενό του, είτε ενδιαφέρεται για όσα συμβαίνουν στον κόσμο είτε όχι.
Την περίοδο του κορονοϊού διαπιστώνεται μια ενδιαφέρουσα, όσο και ανησυχητική, κατάσταση: η σιωπή των διανοουμένων. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι έχουν εξαφανιστεί. Είναι αλήθεια ότι πού και πού βρίσκουμε κείμενά τους σε διάφορα μέσα ενημέρωσης. Όπως είναι αλήθεια κι ότι κάποιοι διανοούμενοι του εξωτερικού βιάστηκαν να γράψουν και βιβλία σχετικά με το πρόβλημα αυτό από την αρχή κιόλας της πανδημίας – είτε καταφεύγοντας σε κοινοτοπίες, είτε κάνοντας προβλέψεις χωρίς στοιχεία, είτε κάνοντας ανεδαφικές συνδέσεις με κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις. Δυστυχώς, κανένα από τα κείμενα αυτά δεν πέρασε στον κόσμο, οπότε είναι σαν να μη γράφτηκαν, ή να γράφτηκαν μόνο για περιορισμένο κοινό, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω την ιδιότητα του «διανοούμενου», για όσους τυχόν την επιδιώκουν.
Η σιωπή αυτή σημαίνει δύο πράγματα: είτε ότι οι διανοούμενοι σιωπούν, είτε ότι η κοινωνία τους επιβάλλει τη σιωπή. Το αν πρόκειται για απόφαση των διανοουμένων είναι κάτι που αδυνατώ να γνωρίζω, αλλά και δυσκολεύομαι να πιστέψω. Οπότε θα εστιάσω στη δεύτερη περίπτωση, τη στάση της κοινωνίας απέναντί τους.
Η κοινωνία δεν στέκεται αδιάφορη απέναντι στα πνευματικά ζητήματα, κυρίως όταν τα βιώνει άμεσα ως συνέπεια της πανδημίας. Και αναζητά απαντήσεις. Και τις βρίσκει. Αλλά από άλλους ανθρώπους. Όσο και να το αποφεύγουν, είτε πρόκειται για γιατρούς είτε για οικονομολόγους είτε για οποιουσδήποτε άλλους (εκτός από διανοούμενους) είναι προφανές ότι, όταν ρωτούνται για ζητήματα πνευματικού χαρακτήρα (άμεσα ή έμμεσα), έχουν τη δυνατότητα να αρθρώσουν σοβαρό λόγο και το κάνουν. Και καλά κάνουν.
Τι σημαίνει αυτό; Πρώτα απ’ όλα, ότι η κοινωνία αναζητά και βρίσκει απαντήσεις σε όσα την απασχολούν. Δεύτερον, ότι δεν την ενδιαφέρει η ποιότητα των απαντήσεων (π.χ., μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία κατέφευγε σε μάγους και θεραπευτές ως λύση σε διάφορα προβλήματά της). Εκείνο που θέλει (και πάντα παίρνει) είναι απαντήσεις. Τρίτον, ότι οι διανοούμενοι, για διάφορους λόγους (είναι αρκετά περίπλοκοι για να σημειωθούν εδώ) φανερώνονται αναποτελεσματικοί στο να γίνουν απαραίτητοι στην κοινωνία, με ή/και χωρίς δική τους ευθύνη.
Κάποια στιγμή, η πανδημία θα ξεπεραστεί. Κι αυτό γιατί η κοινωνία εστιάζει τις προσπάθειές της σε αυτόν τον στόχο. Οπότε θα ξεπεραστούν και οι αρνητές του ιού, των εμβολίων κ.ο.κ. Τι γίνεται, όμως, όταν μια ολόκληρη κοινωνία αρνείται τη σοβαρότητα των πνευματικών προβλημάτων της και παίρνει ασπιρίνη, ενώ χρειάζεται εγχείρηση; Δεν ξέρει ότι έχει θεραπευτές ή δεν τους έχει εμπιστοσύνη; Και γιατί;