Από τις πρώιμες θεατρικές εποχές οι ηθοποιοί ασκούσαν την τέχνη τους ως επαγγελματίες. Στην αρχαία Αθήνα αναφέρονται παραδείγματα ηθοποιών που για να παίξουν σε μια παράσταση, έπαιρναν αμοιβή τέτοια, που θα έφτανε να κατασκευαστεί και να εξοπλιστεί μια τριήρης.
Το θέμα της «αριστείας» είναι πρωτεύον στον κόσμο του θεάτρου όσον αφορά την αξιοσύνη των ηθοποιών και την απήχησή τους στο κοινό. Ο καλός ηθοποιός ήταν πάντα προβεβλημένος και κοσμαγάπητος. Εντός της θεατρικής συντεχνίας υπάρχουν «διαστρωματώσεις» ηθοποιών. Ταλαντούχοι, μέτριοι και ατάλαντοι, με πολλές αποχρώσεις και υποκατηγορίες σε αυτή την κλίμακα. Κάποιος, π.χ., θα μπορούσε να διαπρέπει μόνο σε μία κατηγορία ρόλων. Ή να επαναλαμβάνει έναν συγκεκριμένο τύπο που συνήθως είναι κοντά στον ίδιο του τον εαυτό σαν εικόνα, ψυχοσύνθεση και εκφραστικά μέσα. Και να το κάνει με τέτοιον τρόπο, που ένας αντικειμενικά καλύτερός του ομότεχνος να μην μπορεί να φτάσει το επίπεδο της επίδοσής του σε ένα συγκεκριμένο και επιμέρους πεδίο ρεπερτορίου και υποκριτικής.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ηθοποιοί παρασυρμένοι από λάθος «καλλιτεχνικό προσανατολισμό» ταλαιπωρούνται ή χάνονται σε θεατρικές ατραπούς που δεν τους ταιριάζουν, ενώ θα μπορούσαν να διαπρέψουν σε μια άλλη κατεύθυνση. Ο Μολιέρος πίστευε πως είναι ο ιδανικός ηθοποιός για την ερμηνεία δραματικών ρόλων σε τραγωδίες. Πέρασε πολλά χρόνια από τη θεατρική του ζωή περιοδεύοντας στη γαλλική επαρχία με βαρύγδουπο δραματικό ρεπερτόριο, συσσωρεύοντας τη μία αποτυχία πάνω στην άλλη. Έως ότου ανακάλυψε την πραγματική του κλίση, που ήταν η κωμωδία. Έγραψε κωμωδίες και τις ερμήνευσε με τέτοιον τρόπο ώστε να αναγορευθεί ως ο μέγιστος ανάμεσα σε άλλα παγκόσμια αναστήματα του θεάτρου εις τους αιώνας των αιώνων.
Στη χώρα μας και κατά τους νεότερους χρόνους, το επάγγελμα του ηθοποιού εμφανίζεται μια – δυο δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821. Το πρώτο θέατρο στην Αθήνα ήταν μια ξύλινη κατασκευή, το Θέατρο του Σκοντζόπουλου που βρισκόταν στην οδό Αιόλου 68, στη σημερινή πλατεία απέναντι από το δημαρχείο. Όμως οι παραγωγές ήταν λίγες και το κοινό περιορισμένο. Η συντεχνία των Ελλήνων θεατρίνων συγκροτήθηκε σε «εσνάφι» έξω από το νέο τότε ελληνικό κράτος. Οργανώθηκε και διέπρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκείνα τα χρόνια ανθούσαν οι θεατρικές αίθουσες και οι παραστάσεις ήταν πολλές, ακολουθώντας τον τρόπο δουλειάς των ευρωπαϊκών θιάσων που επισκέπτονταν την Πόλη. Μεγάλο μέρος του ρωμαίικου θεατρικού πλούτου της σταδιακά κατέβηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, αναβαθμίζοντας το εδώ θέατρο. Σπουδαίοι ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί. Από την Αικατερίνη Βερώνη και την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου έως τον Κάρολο Κουν και τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Πυρήνας της ανάπτυξης του θεάτρου στον τόπο μας ήταν πάντα οι ηθοποιοί. Καμία σκηνοθεσία δεν στέκεται από μόνη της χωρίς τους ηθοποιούς. Κανένα σκηνικό δεν έχει θεατρικό ενδιαφέρον χωρίς την παρουσία ηθοποιών, κανένα θεατρικό έργο δεν επιτελεί τον σκοπό του αν δεν υπηρετηθεί ερμηνευτικά από τον ηθοποιό.
Εξελισσόμενο το θέατρο στον τόπο μας απέκτησε ποικιλία. Σε είδη θεάτρου, αισθητικές κατευθύνσεις, στόχους και σκοπούς. Αλλού πρώτευε η μανία του θεάτρου και η εξέλιξή του, αλλού η προσέλκυση μεγάλου αριθμού θεατών, με τις αναμενόμενες οικονομικές απολαβές. Λόγοι πολιτισμικοί, λόγοι παιδείας, λόγοι που έχουν να κάνουν με τις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις διαχώρισαν το θέατρο σε πολλές κατηγορίες, με πιο αδρό και ευδιάκριτο τον διαχωρισμό του σε «ποιοτικό» και «εμπορικό» θέατρο. Το ένα ήταν για τους λίγους και ανώτερους πνευματικά, το άλλο για τους πολλούς και «καλλιτεχνικά αγράμματους».
Πρόκειται για κατηγοριοποίηση αυθαίρετη και λανθασμένη. Για τείχη που υψώθηκαν και στερεότυπα που επιβλήθηκαν με ευθύνη και των ίδιων των ηθοποιών, αλλά και άλλων παραγόντων. Ευθύνεται και ένα δαιδαλώδες περιβάλλον εντύπων, δημοσιογράφων, κριτικών, πολιτικών που είχαν ευθύνη για τον πολιτισμό και άλλων πολλών.
Σπουδαίοι θεατρίνοι του λεγόμενου «εμπορικού» αναγνωρίστηκαν από τους εμπνευστές των διαχωριστικών αυτών γραμμών μετά τον θάνατό τους. Στην άλλη πλευρά, μαζί με τους σπουδαίους και πολλοί μέτριοι ηθοποιοί αναγορεύτηκαν σε θεατρικές περσόνες μόνο και μόνο γιατί βρέθηκαν (ενίοτε τυχαία) στο «ποιοτικό» στρατόπεδο.
Ο Ηλιόπουλος δεν έπαιξε ποτέ του Μπέκετ (μακάρι να το έκανε και να τον είχαμε απολαύσει). Αυτό όμως (το ρεπερτόριο δηλαδή) δεν του στέρησε τον τίτλο του μέγιστου, μαζί με τη λατρεία του κοινού.
Αν θα κάναμε μια διάκριση, αυτή είναι ανάμεσα στο καλό και κακό θέατρο. Οριζοντίως.
Οι νέοι ηθοποιοί σήμερα ακολουθούν την πορεία της συντεχνίας των θεατρίνων έτσι όπως διαμορφώθηκε από την αρχαία εποχή. Πιστεύω πως, ως πιο ενημερωμένοι και εφοδιασμένοι θεατρικά, περιφρονούν τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος.
Όσο για εκείνους που ανέκαθεν επέβαλαν διαχωριστικές γραμμές για να τις ελέγχουν, πάντα υπάρχουν, αλλά έχουν ξεπεραστεί και από την εποχή και από το κοινό και από τους ηθοποιούς…