Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Η δημόσια διοίκηση αποτελεί τον βασικό κορμό κάθε σύγχρονου κράτους. Είναι το εργαλείο εφαρμογής των πολιτικών αποφάσεων, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του πολίτη και της πολιτείας και ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών. Για να επιτελέσει, όμως, αυτόν τον κρίσιμο ρόλο, οφείλει να είναι αποτελεσματική, διαφανής και δίκαιη. Κι εδώ ακριβώς εντάσσεται η ανάγκη για αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων: μια διαδικασία που δεν στοχεύει στην τιμωρία ή στην απόλυση, αλλά στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, της υπευθυνότητας και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Δημόσιο.
Ωστόσο, η έννοια της αξιολόγησης στην ελληνική δημόσια διοίκηση συνοδεύεται ιστορικά από καχυποψία και δυσπιστία. Οι πολίτες, αλλά και οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, φοβούνται ότι η αξιολόγηση μπορεί να καταστεί ένα εργαλείο κομματικής εκκαθάρισης, προσωπικών διευθετήσεων ή ακόμα και θεσμοθέτησης της αυθαιρεσίας. Και αυτό δεν είναι παράλογο. Η μακρά ιστορία κομματισμού, πελατειακών σχέσεων και αναξιοκρατίας στην Ελλάδα έχει αφήσει βαθιές πληγές στην εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς.
Γι’ αυτό και το ζητούμενο δεν είναι απλώς να πούμε «ναι» στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά να φροντίσουμε ώστε αυτή η αξιολόγηση να γίνεται από ένα αδιάβλητο και μη κομματικό κράτος. Ένα κράτος που λειτουργεί με βάση την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και τη θεσμική ανεξαρτησία.
Η αξιολόγηση στο Δημόσιο δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, για την επιβράβευση των άξιων και την ενίσχυση της υπευθυνότητας. Όπως στον ιδιωτικό τομέα η απόδοση του εργαζομένου εξετάζεται και βελτιώνεται, έτσι και στον δημόσιο τομέα δεν μπορεί να υπάρχει μονιμότητα χωρίς λογοδοσία.
Το πρόβλημα, όμως, αρχίζει όταν η αξιολόγηση χρησιμοποιείται όχι για να βελτιώσει το Δημόσιο, αλλά για να εξυπηρετήσει κομματικούς ή πολιτικούς σκοπούς. Σε ένα κράτος όπου οι τοποθετήσεις προϊσταμένων ή διευθυντών γίνονται με πολιτικά κριτήρια, είναι εύλογο να υπάρχει φόβος ότι και η αξιολόγηση θα αποτελέσει μέσο πιέσεων ή ανταμοιβής «ημετέρων».
Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, απαιτείται η θεσμοθέτηση ενός ανεξάρτητου και αδιάβλητου μηχανισμού αξιολόγησης. Ορισμένες βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν το νέο σύστημα είναι:
- Ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις: Ο φορέας αξιολόγησης πρέπει να είναι θεσμικά ανεξάρτητος, ενδεχομένως υπό την εποπτεία μιας ανεξάρτητης αρχής (π.χ. ΑΣΕΠ).
- Διαφάνεια και συμμετοχικότητα: Η διαδικασία πρέπει να είναι σαφής, διαφανής και να εμπλέκει όχι μόνο προϊσταμένους, αλλά και συναδέλφους, υφιστάμενους, και όπου είναι δυνατόν, τους ίδιους τους πολίτες ως αξιολογητές της εμπειρίας που είχαν από τη δημόσια υπηρεσία.
- Αντικειμενικά κριτήρια: Η αξιολόγηση δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στην προσωπική κρίση του προϊσταμένου. Πρέπει να περιλαμβάνει μετρήσιμους δείκτες απόδοσης, προσόντων, επαγγελματικής συνέπειας και δεξιοτήτων.
- Δυνατότητα ένστασης και έλεγχος: Ο αξιολογούμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει την αξιολόγησή του, και να υπάρχει θεσμικό όργανο που να ελέγχει τη νομιμότητα και την ορθότητα των αξιολογήσεων.
Η αξιολόγηση στο Δημόσιο δεν είναι εχθρός του εργαζομένου. Αντιθέτως, είναι το εργαλείο που μπορεί να αναδείξει τους ικανούς, να εντοπίσει τις αδυναμίες και να προωθήσει μια κουλτούρα διαρκούς βελτίωσης. Όμως, για να επιτύχει τον σκοπό της, πρέπει να λειτουργήσει έξω από τον κομματισμό και τις πελατειακές λογικές που έχουν δηλητηριάσει για δεκαετίες το ελληνικό κράτος.