Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση στην υπόθεση Katharina Plavec κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης (C-807/23), η οποία αφορά τη δυνατότητα αναγνώρισης πρακτικής άσκησης νέων νομικών σε άλλο κράτος μέλος. Η απόφαση αυτή θίγει ένα διαχρονικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί νέοι δικηγόροι στην Ευρώπη, και ιδίως στην Ελλάδα: την άρνηση αναγνώρισης επαγγελματικής εμπειρίας που αποκτήθηκε στο εξωτερικό, ακόμη και όταν η εργασία εστιάζει αποκλειστικά στο εθνικό τους δίκαιο.
Πρόκειται για μια τομή στη νομική μεταχείριση των νέων επαγγελματιών, καθώς το ΔΕΕ έρχεται να διασφαλίσει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στην ΕΕ δεν μπορεί να περιορίζεται αυθαίρετα μέσω γεωγραφικών προϋποθέσεων στην επαγγελματική τους εκπαίδευση.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η Katharina Plavec, αυστριακής υπηκοότητας, εργαζόταν ως μισθωτή ασκούμενη δικηγόρος στο γραφείο Jones Day στη Φρανκφούρτη, υπό την εποπτεία Αυστριακού δικηγόρου, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης. Ασχολούταν αποκλειστικά με υποθέσεις αυστριακού δικαίου και εκπροσωπούσε πελάτες ενώπιον αυστριακών αρχών.
Παρότι πληρούσε όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, ο Δικηγορικός Σύλλογος Βιέννης αρνήθηκε να την εγγράψει ως ασκούμενη, με το αιτιολογικό ότι η άσκηση δεν πραγματοποιήθηκε εντός Αυστρίας —όπως απαιτείτο από το εθνικό δίκαιο, το οποίο όριζε ότι τρία έτη άσκησης πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικά σε δικηγορικό γραφείο εγκατεστημένο στην Αυστρία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, ζητώντας να διευκρινιστεί αν αυτή η απαίτηση συνάδει με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η συγκεκριμένη εδαφική απαίτηση παραβιάζει την ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της ΕΕ, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ αναγνώρισε ότι τα κράτη μέλη έχουν μεν αρμοδιότητα να καθορίζουν τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο δικηγορικό επάγγελμα —περιλαμβανομένης της πρακτικής άσκησης— ωστόσο οι εθνικές διατάξεις πρέπει να σέβονται τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Συνθήκης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο γεωγραφικός περιορισμός της πρακτικής άσκησης σε δικηγόρο εγκατεστημένο αποκλειστικά στην Αυστρία συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας. Ένας τέτοιος κανόνας μπορεί να αποθαρρύνει νέους νομικούς από το να αποκτήσουν πολύτιμη εμπειρία στο εξωτερικό, ακόμη και όταν η εργασία τους αφορά αποκλειστικά το δίκαιο της χώρας καταγωγής τους.
Σύμφωνα με τους Ευρωπαίους δικαστές, παρότι η προστασία των αποδεκτών νομικών υπηρεσιών και η εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, η απαίτηση για υποχρεωτική πρακτική άσκηση εντός της χώρας υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Δεν μπορεί να τεκμαίρεται γενικά ότι ένας νομικός που ασκείται στο εξωτερικό, υπό την εποπτεία εγγεγραμμένου επαγγελματία, δεν αποκτά επαρκή και ισοδύναμη εμπειρία με εκείνον που ασκείται εντός ημεδαπής.
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η υποχρέωση προσκόμισης επαρκών αποδείξεων για την ουσιαστική αξία της πρακτικής άσκησης στο εξωτερικό αποτελεί κατάλληλο και λιγότερο περιοριστικό μέτρο, το οποίο «παρίσταται ικανό να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως».
Τελικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει να αποκλείεται η αναγνώριση πρακτικής άσκησης που πραγματοποιήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον έγινε υπό την εποπτεία δικηγόρου εγγεγραμμένου στο οικείο κράτος και αφορά αποκλειστικά το δίκαιό του.
Ανατροπή δεδομένων για τα εργασιακά δικαιώματα των Ευρωπαίων και Ελλήνων ασκούμενων
Η απόφαση αποτελεί ένα «νομικό όπλο» για τα εργασιακά δικαιώματα των νέων νομικών που επιδιώκουν να αποκτήσουν επαγγελματική εμπειρία στο εξωτερικό. Μία από τις χώρες που δεν αναγνωρίζει την εργασία στο εξωτερικό για τη συμπλήρωση του 18μήνου πρακτικής άσκησης είναι και η Ελλάδα, αποθαρρύνοντας έτσι την κινητικότητα των νέων Ελλήνων νομικών, την επαγγελματική τους εξέλιξη και εξωστρέφεια, την ενίσχυση του βιογραφικού τους και, τελικά, την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού δικηγορικού κόσμου. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι μισθολογικοί όροι στην Ελλάδα συχνά δεν καλύπτουν ούτε το βασικό κόστος διαβίωσης.
Οι θεματοφύλακες των ενωσιακών ελευθεριών το επισημαίνουν ξεκάθαρα: Σε ένα επαγγελματικό πεδίο όπου η εξειδίκευση και η διασυνοριακή εμπειρία αποτελούν πλέον αναγκαία στοιχεία, η μη αναγνώριση της διεθνούς εμπειρίας δεν αποτελεί απλώς γραφειοκρατική αγκύλωση – αλλά παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Έκθεση Αξιολόγησης του έργου REFOTRA του Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων της ΕΕ (CCBE), αρκετά κράτη μέλη αναγνωρίζουν την πρακτική άσκηση στο εξωτερικό υπό προϋποθέσεις. Στο Βέλγιο και τη Γαλλία, μέρος της άσκησης μπορεί να πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον πληροί συγκεκριμένα ποιοτικά και εποπτικά κριτήρια. Στις Κάτω Χώρες, το σύστημα είναι πιο ευέλικτο και επιτρέπει ορισμένα στάδια της άσκησης να πραγματοποιούνται εκτός χώρας, με την έγκριση του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου. Αντίστοιχα, στο Λουξεμβούργο, αναγνωρίζεται η άσκηση ή εργασία σε γραφεία εντός ΕΕ, εφόσον ο ασκούμενος αποκτά εμπειρία σε εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο και εποπτεύεται από εγγεγραμμένο επαγγελματία.
Η απόφαση του ΔΕΕ δεν λύνει όλα τα ζητήματα, αλλά μετατοπίζει ουσιαστικά τη συζήτηση από το «πού έγινε η άσκηση» στο «τι εμπειρία προσφέρει» — και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα για την ευρωπαϊκή κινητικότητα των νομικών επαγγελμάτων. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η εφαρμογή της απόφασης: θα υπάρξει διεύρυνση των κριτηρίων περί ισοδυναμίας; Θα μπορούσε, σταδιακά, να αναγνωρίζεται ως πρακτική άσκηση και η εργασία υπό την εποπτεία μη εγγεγραμμένων στο ίδιο κράτος δικηγόρων ή η άσκηση σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και ΜΚΟ; Οι εξελίξεις αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-807/23