Η δημοσιογραφία, ως τέταρτη εξουσία, αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας. Ο ρόλος της είναι να ενημερώνει υπεύθυνα την κοινωνία, να ελέγχει την εξουσία, να αναδεικνύει προβλήματα και να δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων. Στην εποχή της άμεσης πληροφόρησης και των κοινωνικών δικτύων, η αποστολή της γίνεται ακόμα πιο κρίσιμη. Η ταχύτητα διάχυσης ειδήσεων και απόψεων απαιτεί μεγαλύτερη υπευθυνότητα, καθώς ένα ψευδές ή παραποιημένο γεγονός μπορεί να δημιουργήσει τεράστια σύγχυση μέσα σε λίγα λεπτά.
Παρά ταύτα, η πραγματικότητα δείχνει πως το κύρος της δημοσιογραφίας δέχεται σοβαρά πλήγματα. Η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων, όπως το Χ (πρώην Twitter), έχει προσφέρει μεν ένα πεδίο για άμεση επικοινωνία και αλληλεπίδραση με το κοινό, αλλά ταυτόχρονα έχει μετατρέψει πολλούς δημοσιογράφους σε «σταρ» που λειτουργούν περισσότερο με κριτήρια προβολής και λιγότερο με βάση την ενημέρωση. Το πρόβλημα εντείνεται όταν αυτοί οι δημοσιογράφοι παύουν να υπηρετούν την αντικειμενικότητα και υποκύπτουν σε κομματικές σκοπιμότητες.
Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο «επαγγελματίες» του Τύπου, αντί να λειτουργούν ως ελεγκτές της όποιας εξουσίας, επιλέγουν τον ρόλο του άτυπου εκπροσώπου τύπου κομμάτων. Σχολιάζουν και αναπαράγουν ειδήσεις με τρόπο μονομερή, υιοθετούν την πολιτική γραμμή που τους εξυπηρετεί και επιτίθενται σε όποιον εκφράζει διαφορετική άποψη. Έτσι, η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε εργαλείο προπαγάνδας και χάνει την ανεξαρτησία της.
Αυτή η συμπεριφορά έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης. Όταν οι πολίτες διαπιστώνουν ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι λειτουργούν ως κομματικοί υπάλληλοι, γενικεύουν την απογοήτευση και στο σύνολο του κλάδου. Δεύτερον, θολώνει τη δημόσια συζήτηση. Αντί να γίνεται διάλογος στη βάση δεδομένων και τεκμηρίωσης, κυριαρχούν οι προσωπικές επιθέσεις, τα «φιλτραρισμένα» γεγονότα και οι απόλυτες τοποθετήσεις.
Η λειτουργία κυρίως του Χ ως δημόσιου χώρου για πολιτική συζήτηση έχει ενισχύσει αυτή την παθογένεια. Η ανάγκη για συνεχή προβολή οδηγεί πολλούς δημοσιογράφους σε υπερβολικές διατυπώσεις, σε «δηλητηριώδη» σχόλια και σε πρόθυμη στοίχιση πίσω από το αφήγημα του κόμματος που στηρίζουν. Η εικόνα ενός δημοσιογράφου που μετατρέπεται σε «τρολ» υπέρ ή κατά μιας παράταξης είναι δυστυχώς γνώριμη.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα. Πολλοί δημοσιογράφοι συνεχίζουν να εργάζονται με επαγγελματισμό, έρευνα και ανεξαρτησία, αποδεικνύοντας ότι η δημοσιογραφία μπορεί να επιτελέσει τον θεσμικό της ρόλο.
Ο σωστος δημοσιογράφος δε , ανεξαρτήτως του ΜΜΕ που εργάζεται, αποδίδει τις όποιες πληροφορίες στα κείμενα του σε «πολιτικούς παρατηρητές» εκτός αν εκφράζει την προσωπική του άποψη σε επώνυμο άρθρο σχολιασμού . Η πρόκληση σήμερα είναι να ενισχυθούν αυτές οι φωνές και να αναδειχθεί ξανά η αξία της αλήθειας απέναντι στην κομματική προπαγάνδα.
Είναι σαφές ότι η δημοσιογραφία σήμερα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Αν επιλέξει να υποταχθεί σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες, θα χάσει οριστικά την όποια αξιοπιστία της. Αντίθετα, αν επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της ως υπηρέτης της κοινωνίας και όχι της εξουσίας, θα ανακτήσει το κύρος που της αξίζει. Το στοίχημα είναι μεγάλο, γιατί από τη δημοσιογραφία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα της δημοκρατίας μας.