Η εποποιία έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας πατριωτικής αντίληψης και αντιφασιστικού πνεύματος που αποτέλεσαν το έναυσμα για την συγκρότηση της Εθνικής Αντίστασης, η οποία έγραψε λαμπρές σελίδες δόξας.
Γράφει ο στρατηγός ε.α. και πρώην υπουργός Νίκος Τόσκας
Πολλά έχουν κατά καιρούς γραφτεί για τον τρόπο με τον οποίο πολέμησαν οι Έλληνες το 1940-41. Δυστυχώς η επιφανειακή εορταστική ατμόσφαιρα αποκρύπτει την ουσιαστική ανάλυση και τα διδάγματα για το σήμερα.
Η απόκρυψη έχει σχέση με την κατάσταση που επικράτησε μετά την κατοχή και ιδιαίτερα μετά τον εμφύλιο.
Οι μαχητές [αξιωματικοί και οπλίτες], άσχετα με τα ανδραγαθήματα, κρίθηκαν ανάλογα με την πολιτική στάση που κράτησαν στη συνέχεια.
Οι συνεργάτες του κατακτητή και της κατοχικής κυβέρνησης ήταν οι ευνοημένοι. Οι αντιστασιακοί και ιδιαίτερα όσοι συνεργάστηκαν με τον ΕΛΑΣ ήταν οι «εχθροί του έθνους» και οδηγήθηκαν στα ξερονήσια και στις φυλακές.
Το έπος της Εθνικής Αντίστασης έγινε προσπάθεια να οδηγηθεί στη λήθη.
Καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι η κυβέρνηση του Ι. Μεταξά ηγήθηκε της εποποιίας του 1940.
Έγινε όμως έτσι;
Τα πρώτα μαύρα σύννεφα και οι καθυστερήσεις
Από το 1935 άρχισαν να μαζεύονται τα μαύρα σύννεφα με τον ιταλο-αιθιοπικό πόλεμο. Η κυβέρνηση Μεταξά άρχισε μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών, κατασκευής παραμεθόριων δρόμων και οχυρώσεων.
Το θέμα είναι σε ποια κατεύθυνση;
Το βιβλίο του ΓΕΣ για την «Προς πόλεμο προπαρασκευή 1923-1940» δεν το γράφει ανοιχτά αλλά τα στοιχεία που παρουσιάζει είναι αποκαλυπτικά. Το σύνολο των οχυρώσεων κατασκευάσθηκε έναντι της Βουλγαρίας και σύγχρονος εξοπλισμός όπως άρματα μάχης δεν παραγγέλθηκε παρά τις προτάσεις του Συνταγματάρχη Δαβάκη που είχε αποφοιτήσει από την γαλλική σχολή αρμάτων και διέβλεπε το μέλλον του πολέμου με τη χρήση της τεχνολογίας. Η έλλειψή τους έγινε ιδιαίτερα εμφανής κατά την γερμανική προέλαση στον πεδινό διάδρομο του Αξιού προς Θεσσαλονίκη και του Αμυνταίου Φλωρίνης.
Η κατασκευή των οχυρών έναντι της Βουλγαρίας, στην τοποθεσία Μπέλες-Νέστος, εντυπωσιάζει για την κατασκευή ακόμη και σήμερα αλλά η στρατιωτική τους αξία ήταν μικρή. Αποτελούσε αντιγραφή σε μικρογραφία της γραμμής Μαζινό αλλά όπως αυτή παρακάμφθηκε από τα βελγικά σύνορα και αυτή παρακάμφθηκε από τα γιουγκοσλαβικά.
Το σύστημα επιμελητείας, οι δρόμοι, τα αποθέματα ακόμη και το νοσηλευτικό σύστημα ήταν προσανατολισμένο για τα σχέδια προς Βουλγαρία.
Η επιστράτευση προς την Βουλγαρία έγινε το 1939 ενώ προς Αλβανία το 1940.
Το επιθετικό δόγμα του στρατού των Βαλκανικών πολέμων που πέτυχε τον γεωγραφικό διπλασιασμό της Ελλάδας είχε υποστεί πλήγμα στη Μικρασιατική εκστρατεία. Επιπλέον επιτελείς αξιωματικοί είχαν εκπαιδευτεί σε γαλλικές σχολές όπου κυριαρχούσε το στατικό πνεύμα των χαρακωμάτων του Α’ Π.Π. Το δόγμα που επικρατούσε ήταν «πρώτα απορροφούμε την επίθεση του αντιπάλου και μετά κάνουμε αντεπίθεση». Δηλαδή, οδηγούσε σε ένα πόλεμο τριβής απέναντι σε αντίπαλο με περισσότερα μέσα και προσωπικό. Κάτι που θα οδηγούσε μαθηματικά σε ήττα όπως συμβαίνει σήμερα με τον Ουκρανικό στρατό.
Πώς διατάχθηκαν οι δυνάμεις
Ακόμη και μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς τον Απρίλιο του 1939 η επιστράτευση έγινε το 1940.
Στην Ήπειρο ήταν αναπτυγμένη και συμπληρωμένη με επιστράτους η VIII Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα, υπό τον Υποστράτηγο Κατσιμήτρο Χ. και το Απόσπασμα Πίνδου [επιστρατευόμενη μονάδα] υπό τον έφεδρο εκ μονίμων Συνταγματάρχη Δαβάκη Κων/νο, αναπτυγμένο σε 37 χλμ ορεινού εδάφους, το οποίο επιστρατεύτηκε την 29 Αυγούστου 1940, δηλαδή μετά τη βύθιση της «Έλλης» στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο.
Συνολικά έναντι των αλβανικών συνόρων ήταν 35.000 άνδρες.
Υπήρχαν όμως συνολικά πέντε Σώματα Στρατού με 14 μεραρχίες πεζικού, μια μεραρχία ιππικού και τρείς ταξιαρχίες πεζικού. Αυτές βρίσκονταν στη δυτική και ανατολική Μακεδονία, Θράκη και στο εσωτερικό της χώρας. Οι λάθος προτεραιότητες στη διάταξη των δυνάμεων είναι προφανείς.
Η υπεροχή των Ιταλών σε πεζικό ήταν μικρή αλλά σε πυροβολικό ήταν συντριπτική ενώ διέθεταν και 90 άρματα.
Τα σχέδια επιχειρήσεων για την άμυνα της VIII Μεραρχίας προέβλεπαν αναχαίτιση του αντιπάλου στη γραμμή των συνόρων [Ελαία/Καλπάκι-Καλαμάς ποταμός] ή στη γραμμή του Αράχθου ή στην Ακαρνανία ή κάπου ενδιάμεσα. Ίσως για πρώτη φορά στην στρατιωτική ιστορία εκδόθηκε διαταγή άμυνας με τόσα πολλά διαζευκτικά. Είναι εμφανής η πεποίθηση του Γενικού Στρατηγείου [Μεταξάς-Παπάγος] που βρισκόταν στα υπόγεια της «Μ. Βρετάνιας» στην πλατεία Συντάγματος, ότι ο πόλεμος δεν θα διαρκούσε πολύ και όπως γράφει ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος στο «Ήπειρος προμαχούσα», η αντίληψη που επικρατούσε ήταν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων».
Ο διοικητής όμως της μεραρχίας των Ηπειρωτών Κατσιμήτρος αποφάσισε να δώσει την μάχη στη γραμμή των συνόρων και δικαιώθηκε από τα γεγονότα. Σαν ειρωνεία της ιστορίας υπηρέτησε αργότερα στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου σαν υπουργός Γεωργίας και μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε.
Η απάντηση στους Ιταλούς
Η ιταλική επίθεση αποσκοπούσε σε πρώτη φάση στην κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων νήσων, σε δεύτερο στάδιο κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας και μετά προέλαση προς Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Η VIII μεραρχία πέτυχε να συγκρατήσει τις επανειλημμένες ισχυρές επιθέσεις. Από τις 8 Νοεμβρίου η ιταλική επίθεση ανακόπηκε.
Στον τομέα Πίνδου το Απόσπασμα του Δαβάκη [2.000 άνδρες] δέχτηκε επίθεση από την μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» με 11.000 άνδρες ειδικά εκπαιδευμένους στον ορεινό αγώνα, με αποτέλεσμα να συμπτυχθεί μέχρι την Βωβούσα. Ο κίνδυνος αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή αλλά τραυματίσθηκε σοβαρά ο διοικητής του Συνταγματάρχης Δαβάκης.
Την 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού εδάφους, μόλις 17 μέρες από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης.
Τότε άρχισαν να προσανατολίζονται από το εσωτερικό της χώρας στα αλβανικά σύνορα 11 μεραρχίες πεζικού με 232.000 άνδρες. Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Ποιοι έσωσαν την τιμή-Η επίσκεψη Παπάγου κατόπιν εορτής
Η απειθαρχία του Κατσιμήτρου στις εντολές του Γενικού Στρατηγείου και η ηρωική αντίσταση των μαχητών όλων των βαθμών έσωσαν την κατάσταση. Το ορεινό του εδάφους και η έλλειψη επικοινωνιών έδωσαν την ευκαιρία ευρύτερων πρωτοβουλιών στα μικρά κλιμάκια, επιπέδου Λόχων. Η διστακτικότητα που χαρακτήριζε τα σχέδια του Γενικού Στρατηγείου ήρθε σε αντίθεση με την ευελιξία και αυτονομία που λόγω των συνθηκών δημιουργήθηκε στους Λόχους και στα Τάγματα. Παράλληλα, αναπτύχθηκε πνεύμα αυτονομίας των μεράρχων και σωματαρχών προς την κεντρική διοίκηση λόγω αποστάσεως. Τα μέσα επικοινωνίας της εποχής δεν έδιναν τη δυνατότητα στο στρατηγείο στη Μ. Βρετάνια να έχει συνεχή εικόνα των επιχειρήσεων και είναι παράδοξο ότι το Γενικό Στρατηγείο δεν μετακινήθηκε κοντά στο μέτωπο. Ο αρχιστράτηγος Παπάγος επισκέφθηκε για πρώτη φορά το μέτωπο την 2 Δεκεμβρίου, όταν η κρίσιμη μάχη για την διαφύλαξη του εθνικού εδάφους είχε τελειώσει προ πολλού.
Την 14 Νοεμβρίου άρχισε η επιθετική ενέργεια στο αλβανικό έδαφος με το Γ’ Σώμα Στρατού και την 22 Νοεμβρίου κατελήφθη η Κορυτσά. Την 10 Ιανουαρίου κατελήφθη η διάβαση της Κλεισούρας.
Την 9 Μαρτίου εκτοξεύεται η ιταλική εαρινή επίθεση που κράτησε τέσσερα εικοσιτετράωρα, με παρουσία του Μουσολίνι και αντιμετωπίσθηκε σθεναρά με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το ύψωμα 731.
Το ύψωμα 731 υπερασπίσθηκε η μονάδα του Ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά. Η εντολή του «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω».
Τριακόσια ιταλικά πυροβόλα, έριξαν 100.000 βλήματα σε μέτωπο 6 χιλιομέτρων. Στο τέλος της επίθεσης το Ύψωμα 731 είχε φαγωθεί κατά πέντε μέτρα. Μέχρι το τέλος των μαχών που κράτησαν 15 μέρες, οι απώλειες για τον Ελληνικό στρατό ανέρχονταν στους 125 νεκρούς, 28 εξαφανισθέντες καθώς και σε 425 τραυματίες ενώ για τον Ιταλικό στρατό στους 1.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες.
Ο Δ. Κασλάς εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ το 1943, συμμετείχε σε πολλές μάχες και τελικά «ανταμείφθηκε» από το μετεμφυλιακό κράτος με εξορία και απόταξη.
Η έλλειψη αποφασιστικότητας για συνέχιση της επίθεσης και εκδίωξη των Ιταλών από την Αλβανία ήταν άλλο ένα σημείο διστακτικότητας του Γενικού Στρατηγείου που αδυνατούσε να δει από την Αθήνα τον παλμό των γεγονότων και να αντιδράσει έγκαιρα.
Αντίστοιχες σελίδες δόξας έγραψε το Πολεμικό Ναυτικό αν και ο ιταλικός στόλος ήταν συντριπτικά υπέρτερος με 8 θωρηκτά, 8 καταδρομικά, 61 αντιτορπιλικά και 119 υποβρύχια έναντι 1 θωρηκτού [Αβέρωφ], 10 αντιτορπιλικών και 6 υποβρυχίων, του ελληνικού στόλου.
Η Πολεμική Αεροπορία με 143 παλαιά αεροσκάφη αντιμετώπισε με ηρωισμό τα 400 ιταλικά.
Ποιες ήταν οι απώλειες
Οι απώλειες κατά τον Ελληνοιταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ, ανήλθαν σε 13.325 νεκρούς, 62.663 τραυματίες και 1.290 αγνοούμενους.
Η εποποιία έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας πατριωτικής αντίληψης και αντιφασιστικού πνεύματος που αποτέλεσαν το έναυσμα για την συγκρότηση της Εθνικής Αντίστασης, η οποία έγραψε λαμπρές σελίδες δόξας.
Η απειλή για την κυριαρχία της χώρας αποτέλεσε την συγκολλητική ουσία μεταξύ στρατού και κοινωνίας, παραβλέφτηκαν τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και αγνοήθηκαν τα κούφια συνθήματά της.
Δυστυχώς η δικτατορία της 4ης Αυγούστου κράτησε στα κρατητήρια και στην εξορία Αριστερούς αγωνιστές, δεν τους επέτρεψε να πολεμήσουν τον εισβολέα και τους παρέδωσε στον καταχτητή.
Η πραγματική ιστορία είναι σήμερα περισσότερο χρήσιμη και τα διδάγματά της περισσότερο αναγκαία από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο.

(Ο Νίκος Τόσκας είναι υποστράτηγος ε.α. και πρώην υπουργός)

