
Του Βασίλη Ταλαμαγκα
Η Ελλάδα, δύο δεκαετίες μετά την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ και παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, εξακολουθεί να κατέχει μια θλιβερή «πρωτιά»: την υψηλότερη ανεργία μεταξύ των νέων πτυχιούχων στην Ευρώπη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι συγκυριακό• αποτελεί το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας συσσώρευσης οικονομικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών στρεβλώσεων που ξεκινούν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και φτάνουν ως σήμερα.
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Ελλάδα γνώρισε περίοδο φαινομενικής ανάπτυξης, με υψηλά ποσοστά ΑΕΠ και έντονη κατανάλωση, κυρίως μέσω δανεισμού. Το εκπαιδευτικό σύστημα παρήγαγε κάθε χρόνο χιλιάδες νέους πτυχιούχους, οι οποίοι ωστόσο έβγαιναν σε μια αγορά εργασίας ήδη κορεσμένη και ελλιπώς προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες. Τα πτυχία, χωρίς σύνδεση με την παραγωγή και την καινοτομία, δεν εξασφάλιζαν επαγγελματική αποκατάσταση. Ήδη πριν από το 2010, η ανεργία των νέων βρισκόταν σε ανησυχητικά επίπεδα.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009, η ανεργία εκτινάχθηκε. Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις κατέρρευσαν, οι επιχειρήσεις έκλειναν, και η χώρα εισήλθε σε καθεστώς ύφεσης και μνημονίων. Το 2013 η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 60%, ενώ η γενική ανεργία άγγιξε το 27%. Οι νέοι πτυχιούχοι αποτέλεσαν τα πρώτα θύματα: χωρίς επαγγελματική εμπειρία, με αβέβαιες προοπτικές και με περιορισμένες ευκαιρίες εξέλιξης, αναγκάστηκαν να στραφούν είτε σε επισφαλείς μορφές απασχόλησης είτε στη μετανάστευση. Το φαινόμενο του «brain drain» στέρησε τη χώρα από δεκάδες χιλιάδες εξειδικευμένους νέους, κυρίως επιστήμονες και μηχανικούς.
Μετά το 2018, η ελληνική οικονομία άρχισε να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης. Η ανεργία υποχώρησε, αλλά οι δομικές αδυναμίες παρέμειναν. Οι νέοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση θέσης αντίστοιχης με τα προσόντα τους, ενώ οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί σε σχέση με το ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η πανδημία της COVID-19 το 2020 έφερε νέο πλήγμα, ιδίως σε κλάδους που απασχολούν νέους, όπως ο τουρισμός και η εστίαση.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 2025 η ανεργία των νέων πτυχιούχων στην Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται πάνω από το 25%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται κάτω από το 12%. Παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας παραμένει αδύναμη. Οι νέοι εξακολουθούν να αναζητούν ευκαιρίες στο εξωτερικό, ενώ το κράτος προσπαθεί να αναχαιτίσει τη διαρροή ταλέντων μέσω προγραμμάτων επαναπατρισμού.
Η επόμενη δεκαετία θα είναι καθοριστική. Η Ελλάδα καλείται να επενδύσει στην ποιοτική εκπαίδευση, στην ψηφιακή μετάβαση και στην παραγωγή θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Μόνο αν καταφέρει να συνδέσει ουσιαστικά τα πανεπιστήμια με την παραγωγή και να δώσει κίνητρα στους νέους να μείνουν και να δημιουργήσουν στη χώρα, θα μπορέσει να αποτινάξει τον τίτλο της «πρωταθλήτριας» στην ανεργία των πτυχιούχων — έναν τίτλο που βαραίνει ήδη πάνω από είκοσι χρόνια. Δυστυχώς η παρούσα κυβέρνηση που πολυδιαφημισε την επιστροφή των νέων απέτυχε και στον συγκεκριμένο νευραλγικο τομέα .

