Η πρόβλεψη μιλάει για την μεγαλύτερη μείωση του ελληνικού χρέους μεταξύ 26 αναπτυγμένων οικονομιών έως το 2029. Μάλιστα η μείωση εντοπίζεται στις 30 μονάδες , νούμερο ιδιαίτερα εντυπωσιακο για οικονομίες που έχουν βγει από δύσκολες κρίσεις , όπως η Ελληνική .
Η σχετική πρόβλεψη του Ταμείου δείχνει ότι μέχρι τότε «τα σκήπτρα» θα έχουν περάσει στην Ιταλία, η οποία θα έχει καταστεί «πρωταθλήτρια» δημοσίου χρέους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαρκής μείωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, ως προς το ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, ενώ αποτελεί απόρροια της συμφωνίας του 2018.
Ουσιαστικά, αυτήν την περίοδο και μέχρι το 2032 εφαρμόζονται τα αποκαλούμενα και ως Μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη μείωση του χρέους.
Με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ, τo δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες το 2029 σε σχέση με τα επίπεδα του 2023 και συγκεκριμένα θα «πέσει» στο 138,8% του ΑΕΠ από 168,8% το 2023. Αυτό αποτυπώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρώπη .
Για να καταλάβουμε την θετική πορεία της Ελληνικής οικονομίας, πρέπει να την συγκρίνουμε με την Ιταλική οικονομία . Η πρόβλεψη του Ταμείου για το δημόσιο χρέος της Ιταλίας είναι ότι θα βρεθεί στο 144,9% το 2029 από 137,3% το 2023.
Η Γαλλία θα φτάσει το 115,2% από το 110,6%, το Βέλγιο στο 115,6% από 104,5%, ενώ η Ισπανία στο 104,2% από 107,5%. Εκτός των ευρωπαϊκών χωρών, το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να αγγίξει το 110,1% από 101,1%.
Η πρόβλεψη αυτή του ΔΝΤ βασίζεται στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% τόσο φέτος όσο και το 2029, το οποίο θα εξασφαλίσει την πτωτική τροχιά του χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της οικονομίας και τον πληθωρισμό.
Σε πίνακα της έκθεσης σημειώνεται ότι αν ο στόχος ήταν απλά να σταθεροποιηθεί το χρέος στο επίπεδο του 2029 και όχι να συνεχίσει να μειώνεται, αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί και με ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 0,9% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, αίσθηση προκαλεί η πρόβλεψη ότι η προβλεπόμενη μείωση του χρέους στην Ελλάδα για την περίοδο 2023-29 σε σχέση με την περίοδο 2013-19 είναι η μεγαλύτερη μεταξύ 26 αναπτυγμένων οικονομιών, κάτι που στέλνει τα δικα του ξεχωριστά μηνύματα σταθερότητας και ανάπτυξης για την Ελληνική οικονομία στην παγκόσμια αγορά .
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, οι προοπτικές για το δημόσιο χρέος και τη χρηματοδότησή του είναι δύσκολες για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μετά την αύξηση των ελλειμμάτων στην περίοδο της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης , συνεπεία κυρίως του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και απαιτούν αποφασιστικές οικονομικές πολιτικές που ενισχύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, διατηρώντας παράλληλα τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η πιθανότητα να μη σταθεροποιηθεί το χρέος σε βάθος 5ετίας έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης αλλά και στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως λόγω των υψηλότερων πρωτογενών ελλειμμάτων.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, οι βασικοί κίνδυνοι είναι η ανεπαρκής προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου για τη σταθεροποίηση του χρέους και η χαμηλότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη.
Η διατηρήσιμη ανάπτυξη αναμένεται να είναι ο κύριος μοχλός για τη μείωση του χρέους στις περισσότερες χώρες, με τους κινδύνους να είναι καθοδικοί.
Επιπλέον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν πάνω από τους , προ της πανδημίας, μέσους όρους λόγω των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Αναφορικά με την ευρωζώνη, οι συνεχείς θετικές επιδράσεις στα spreads των κρατικών ομολόγων από τα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ επέτρεψαν στις κυβερνήσεις να διατηρήσουν μια στρατηγική έκδοσης τίτλων μακράς διάρκειας, αμβλύνοντας τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές πιέσεις.
Πάντως, η πρόβλεψη είναι , ότι οι κάτοχοι κρατικών ομολόγων θα απομακρυνθούν από τις κεντρικές τράπεζες και οι εγχώριοι και παγκόσμιοι παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα αντανακλώνται περισσότερο στα ασφάλιστρα κινδύνου, αυξάνοντας πιθανότατα το κόστος επιτοκίου για τις πιο ευάλωτες χώρες.