Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ που πραγματοποιείται στη Χάγη σήμερα και αύριο (24 και 25 Ιουνίου 2025), διεξάγεται σε μια από τις πιο τεταμένες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών για τη διεθνή ασφάλεια. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετέχει συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Νίκο Δένδια. Η ατζέντα της Συνόδου δεν είναι απλώς κρίσιμη, αλλά είναι μάλλον ιστορική , αν όχι και υπαρξιακή, για το μέλλον του ΝΑΤΟ. Ο στόχος αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ για κάθε κράτος–μέλος, που αναμένεται να υιοθετηθεί ή να τεθεί ως μεσοπρόθεσμη δέσμευση, σηματοδοτεί ποιοτική και ποσοτική μετατόπιση της Συμμαχίας σε έναν νέο γεωστρατηγικό παγκόσμιο ανταγωνισμό, αναγκαίο και ικανό να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις ασφάλειας που απαιτούν συλλογική – συμμαχική συναντίληψη.
Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο κλιμακούμενος πόλεμος Ρωσίας με Ουκρανία με συμμετοχή του ΝΑΤΟ, οι ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, οι συντονισμένες επιθετικές ενέργειες εναντίον υποδομών ΝΑΤΟϊκών κρατών (κυβερνοεπιθέσεις, σαμποτάζ, αποσταθεροποίηση πολιτικής αεροπορίας) και η εντεινόμενη στρατηγική σύμπλευση Ρωσίας – Κίνας – Ιράν – Βόρειας Κορέας, έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον υψηλής γεωστρατηγικής επικινδυνότητας. Η ανοιχτή πλέον συνεργασία των παραπάνω δυνάμεων περιλαμβάνει ανταλλαγή τεχνολογίας, πυραυλικών και μη επανδρωμένων συστημάτων, καθώς και συντονισμό σε ζητήματα πληροφορίας και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Όπως επισημαίνεται σε προσχέδια της Συνόδου, οι ενέργειες αυτές συνιστούν «συντονισμένη εκστρατεία κατά της σταθερότητας Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής». Η Κίνα, παράλληλα, αυξάνει τη στρατιωτική της ισχύ, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών δυνατοτήτων. Η ενίσχυση των εξαγωγών οπλικών συστημάτων προς τη Μόσχα και η στρατηγική της παρουσία της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό, έχουν θέσει το Πεκίνο στην καρδιά των ανησυχιών του ΝΑΤΟ.
Αύξηση αμυντικών δαπανών: Η μέχρι σήμερα συμφωνία για ελάχιστο όριο δαπανών στο 2% του ΑΕΠ (που καθιερώθηκε το 2014) προτείνεται πλέον να διευρυνθεί στο 5% , είναι μια πρόταση που προωθεί έντονα ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, σταδιακά μέχρι το 2030. Και μάλιστα προβάλει το ενδεχόμενο ότι, να δεν θεσπιστεί το 5% ως ελάχιστο όριο των αμυντικών δαπανών για τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, απειλείται ακόμη και η ύπαρξη του ΝΑΤΟ, ως πολιτικοστρατιωτικός μηχανισμός με παρεμβατικές δυνατότητες οπουδήποτε στο Πλανήτη απειλούνται συμφέροντα της συλλογικής Δύσης. Την εκτίναξη των αμυντικών δαπανών των Ευρωπαίων συμμάχων , ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, απαιτεί κυνικά ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, απειλώντας ανοιχτά, πως οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να παρέμβουν για την υπεράσπιση «κακοπληρωτών» κρατών, ακόμη και αν ενεργοποιηθεί το περίφημο Άρθρο 5 της Συμμαχίας. Πρόκειται για μια στρατηγική εκβιαστική πίεση που ουσιαστικά επανανοηματοδοτεί την ίδια την έννοια της συλλογικής άμυνας στο ΝΑΤΟ.
Επισημαίνουμε ωστόσο, ότι ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, υιοθετεί τη ρητορική Τραμπ και χαρακτηρίζει «θεμελιώδη» την επιθετική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, κάνοντας λόγο για «κβαντικό άλμα», που κατά τον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της Συμμαχίας απέναντι στη ρωσική απειλή ή και την εξάπλωση της Κίνας. Η θέση αυτή, ωστόσο, εδραιώνει την αντίληψη ενός ΝΑΤΟ μεταλλαγμένου: όχι ως αμυντικής συμμαχίας αρχών, αλλά ως πολυεθνικού μηχανισμού με έμφαση στην οικονομική συνεισφορά και την προσαρμογή στα συμφέροντα της Ουάσιγκτον.
Σήμερα, η Ελλάδα δαπανά περίπου 3,5% του ΑΕΠ της στην Άμυνα, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών–μελών του ΝΑΤΟ (βάσει στοιχείων 2023). Η άνοδος στο 5% θα απαιτούσε πρόσθετη δαπάνη άνω των 4 δισ. ευρώ ετησίως και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 25 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025–2037. Μια τέτοια ιλιγγιώδη αύξηση των αμυντικών δαπανών, για τα ελληνικά οικονομικά δεδομένα, θα προκαλούσε ρωγμές στην οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.
Η στάση του Προέδρου Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ παραμένει επιφυλακτική, καθώς το δόγμα «America First» συνεπάγεται αποφυγή δεσμεύσεων σε πολυμερείς οργανισμούς. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον προχωρά σε στρατηγικά υπολογισμένη προσαρμογή, καθότι: βρίσκεται αντιμέτωπη με διμέτωπη κρίση σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και χρειάζεται στήριξη από τους Ευρωπαίους. Παράλληλα, επιδιώκει έναν νέο καταμερισμό ρόλων στο ΝΑΤΟ, όπου οι Ευρωπαίοι επανεξοπλίζονται και χρηματοδοτούν περισσότερο, αλλά οι ΗΠΑ διατηρούν τον έλεγχο. Η πίεση από την άνοδο της Κίνας ωθεί τις ΗΠΑ να διατηρήσουν την Ευρώπη σε τροχιά επιρροής, χωρίς όμως μακροχρόνιες δεσμεύσεις.
Χρήστος Καπούτσης