Σε τέταρτο βαθμό δικαιοδοσίας, με ουσιαστικό και όχι μόνο ηθικό αντίκτυπο, για όλες τις αστικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών (πέραν της εκουσίας διαδικασίας που ισχύει και σήμερα) μετατρέπει νέα διάταξη – προσθήκη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που φέρνει ο Yπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΕ). Η διάταξη θα εισαχθεί σε επόμενο νομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή και ουσιαστικά θα αναφέρει πως μια δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα μπορεί να οδηγήσει σε αναψηλάφηση της δίκης, δηλαδή σε επανάληψη της κατ΄ουσίαν διαδικασίας ενώπιον των ελληνικών- εθνικών δικαστηρίων. Πρόκειται για μια πλήρη επανεξέταση (πιθανόν και τέταρτη) μιας υπόθεσης με άμεσο και πρακτικό αποτέλεσμα ουσίας για όλες τις αστικές διαφορές με βαριές αντιδικίες μεταξύ πολιτών.
Η διάταξη
Σε Υπουργικό Συμβούλιο προ μηνών είχε αναφερθεί ακροθιγώς η εν λόγω διάταξη που μεταξύ άλλων ανοίγει το δρόμο για αναψηλάφηση δίκης μετά από δικαίωση στο ΕΔΔΑ.
«Με τις διατάξεις του Νομοσχεδίου εναρμονίζεται το δίκαιο της αναψηλάφησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις ήδη ισχύουσες ρυθμίσεις τόσο του ιδίου του Κώδικα στο βιβλίο της εκουσίας δικαιοδοσίας, όσο και άλλων κλάδων του δικαίου, ώστε να καταστεί δυνατή η έμπρακτη συμμόρφωση της Ελλάδας, και στο πεδίο των ιδιωτικών διαφορών, στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» αναφέρθηκε.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, θα προστεθεί 11η παράγραφος που θα δίνει το δικαίωμα σε όλες τις υπόλοιπες αστικές υποθέσεις (πλην της εκουσίας που ισχύει τώρα), με πολλές φορές βαριά αντιδικία, σε περίπτωση δικαίωσης του πολίτη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να ακολουθεί η δυνατότητα να «ξανανοίξει» σε εθνικό επίπεδο η δίκη.
“Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις λοιπόν και με την προσθήκη 11ης περίπτωσης στο αρ 544 ΚΠολΔ μπορεί να κατατεθεί αναψηλάφηση και αν είναι παραδεκτή να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και το δικαστήριο να ξανακρίνει την ουσία της υπόθεσης αν εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την οποία κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος”, σχολιάζει έγκυρη νομική πηγή.
Τι ίσχυε
Τι συνέβαινε μέχρι σήμερα ;
• Με αναψηλάφηση, μπορούσαν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ’ ουσίαν.
• Προϋπόθεση ήταν να πρόκειται για αποφάσεις για τις οποίες έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο.
• Λόγω του ότι ανατρέπεται το δεδικασμένο αφορούσε συγκεκριμένους λόγους που δεν αφορούσαν άμεσα τη διαγνωστική διαδικασία της δίκης ( π.χ αντιφατικές αποφάσεις , πλαστότητα ή το ψευδές των αποδεικτικών, νέα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κρίσιμα έγγραφα που από ανωτέρα βία ή κατακράτηση από τον αντίδικο δεν προσκομίστηκαν.)
• Η έκδοση οριστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην πολιτική δικαιοσύνη αποτελεί λόγο μέχρι σήμερα για επανεξέταση της υπόθεσης μόνο στην εκούσια δικαιοδοσία.
Έτσι σε εξαιρετικά σοβαρές και βαριές αντιδικίες (όλες τις άλλες δηλαδή) αυτό το νέο σημαντικό νομικό γεγονός( έκδοση οριστικής απόφασης από το ΕΔΔΑ), ακόμη και σε περιπτώσεις δικαίωσης για παραβίαση δικαιώματος που αφορά στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν έδινε δικαίωμα αναψηλάφησης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου την ηθική και νομική δικαίωση του πολίτη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν ακολουθούσε η δυνατότητα να «ξανανοίξει» σε εθνικό επίπεδο η δίκη. Αυτό αλλάζει με τις προτεινόμενες διατάξεις.
Τι προβλέπει το άρθρο 544 ΚπολΔ σήμερα
Το εν λόγω άρθρο σήμερα αναφέρει:
Άρθρο 544 – Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Αναψηλάφηση
Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο:
1) Αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,
2) αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,
3) αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,
4) αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,
5) αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με τον νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις υπογραφές που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα πρόσωπα αυτά,
6) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή ενόρκως βεβαιώσαντος ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ή δημόσια, προφορική ή έγγραφη, ομολογία του δια του τύπου και λοιπών ΜΜΕ ή μέσω του διαδικτύου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι (6) μήνες από αυτήν,
7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ισχυρισμός που προβλήθηκε ή που δεν μπορούσε να προβληθεί και τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,
8) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,
9) αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη διαμονή του,
10) αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοση της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι (6) μήνες από αυτήν.