Καθώς διανύουμε το φθινόπωρο , οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που δεν έχει καμία σχέση με τη ρομαντική εικόνα των φθινοπώρων των παρελθόντων ετων . Σαν εποχή έχει πλέον ταυτιστεί με ένα κύμα εξόδων και οικονομικής ασφυξίας, που βαραίνει τα ελληνικά νοικοκυριά και εντείνει την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Οι υποχρεώσεις ξεκινούν μαζικά: φορολογικές υποχρεώσεις , δόσεις δανείων, έξοδα για την επιστροφή των παιδιών στο σχολείο, αγορά σχολικών ειδών, φροντιστήρια, μετακινήσεις. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που τα βασικά αγαθά έχουν πάρει την ανιούσα, μετατρέποντας ακόμη και την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ σε πρόκληση επιβίωσης.
Η ακρίβεια έχει παγιωθεί πλέον ως ένα χρόνιο πρόβλημα. Οι τιμές σε τρόφιμα, καύσιμα και ενέργεια παραμένουν υψηλές, με ελάχιστες διακυμάνσεις. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και τα περιορισμένα επιδόματα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες, ενώ η αγοραστική δύναμη των πολιτών συνεχώς μειώνεται. Οι οικογένειες περιορίζουν αγορές, μειώνουν διακοπές και προσπαθούν να «κόψουν» από παντού. Πολλοί επιλέγουν πλέον μόνο τα απολύτως αναγκαία.
Αυτό που εξοργίζει περισσότερο τον πολίτη δεν είναι μόνο οι υψηλές τιμές, αλλά το αίσθημα αδικίας και εγκατάλειψης. Βλέπει την καθημερινότητά του να δυσκολεύει, ενώ παράλληλα παρακολουθεί δηλώσεις για «ισχυρή οικονομία», «τουριστική έκρηξη» και «επενδυτική πρόοδο». Η απόσταση ανάμεσα στην κυβερνητική ρητορική και την πραγματικότητα του μέσου νοικοκυριού γίνεται κάθε χρόνο και πιο έντονη, προκαλώντας θυμό, απογοήτευση και απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πιέζονται, οι νέοι μεταναστεύουν ή εργάζονται με ελάχιστα, και οι συνταξιούχοι προσπαθούν να ανταπεξέλθουν με μια σύνταξη που συχνά δεν φτάνει ούτε για τα βασικά. Τα κοινωνικά δίκτυα γεμίζουν με καταγγελίες, αποδείξεις σούπερ μάρκετ και συγκρίσεις τιμών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενισχύοντας το αίσθημα ότι «κάτι δεν πάει καλά».
Το φθινόπωρο, που άλλοτε σήμαινε μια νέα αρχή, φαντάζει πλέον ως μια περίοδος οικονομικής καταιγίδας. Οι πολίτες δεν ζητούν θαύματα, αλλά σταθερότητα, δικαιοσύνη και προσιτές τιμές. Ζητούν ένα κράτος που να ακούει και να προστατεύει. Αντί γι’ αυτό, βλέπουν μια αγορά που λειτουργεί ανεξέλεγκτα και μια πολιτεία που συχνά μένει στο περιθώριο ή αντιδρά καθυστερημένα.
Αν δεν υπάρξει ουσιαστική παρέμβαση, όχι μόνο με μέτρα πυροσβεστικά, αλλά με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η κοινωνική κόπωση θα μετατραπεί σε κρίση. Γιατί ο θυμός, όταν συνοδεύεται από απόγνωση, γίνεται επικίνδυνος – όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τη δημοκρατία.