Σύμφωνα με τις έρευνες για την Ελληνική αγορά, οι ΜμΕ απασχολούν το 85% του εταιρικού εργατικού δυναμικού και παράγουν το 18% του ΑΕΠ της χώρας μας.
Με μικρή κεφαλαιακή βάση και έχοντας διανύσει μια δεκαετία ύφεσης και πρόσφατα 1,5 χρόνο πανδημίας είναι λογικό να υπάρχει καταπόνηση αυτών των πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίες κατά κανόνα αγωνίζονται για να επιβιώσουν.
Οι επιχειρήσεις αυτού τους είδους όμως, για να αλλάξουν βαθμίδα και να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό θα χρειαστεί να επενδύσουν σε αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους, αναβάθμιση του τεχνολογικού τους εξοπλισμού, βελτίωση προστιθέμενης αξίας και επιπλέον αυτών, θα χρειαστούν κεφάλαια κίνησης.
Είναι λοιπόν φανερό πως η πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης είναι απόλυτη ανάγκη για να έχουν οι επιχειρήσεις του είδους μια ελπίδα εξέλιξης και μακροημέρευσης.
Οι ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του ρόλου τους κατανοώντας ότι οι επιχειρήσεις τους χωρίς εξορθολογισμό της λειτουργίας τους, χωρίς σύγχρονες υποδομές, χωρίς διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία, χωρίς αυξημένη παραγωγικότητα, χωρίς μεγάλη προστιθέμενη αξία, χωρίς συνέργειες για οικονομίες κλίμακας και αύξηση ιδίων κεφαλαίων, δεν έχουν θέση στο αύριο.
Η Πολιτεία πρέπει και οφείλει να αναλάβει δράσεις ώστε να αξιοποιήσει πόρους από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις σε υποδομές, τεχνολογικό εξοπλισμό αλλά και να επιμερισθεί ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου για επιχειρήσεις που έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογα επενδυτικά προγράμματα.
Το τραπεζικό σύστημα πρέπει και οφείλει να συμμετέχει σε ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου για επιχειρήσεις που παρουσιάζουν αξιόλογα επενδυτικά προγράμματα.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να αναπτύξουν και το συμβουλευτικό τους ρόλο ώστε να βοηθήσουν μικρές επιχειρήσεις να μετατρέψουν τις επιχειρηματικές ιδέες σε χρηματοδοτούμενα επενδυτικά προγράμματα.
Η πλειοψηφία της αγοράς πιστεύει ότι το παιγνίδι της ανασύνταξης παίζεται εδώ .