Η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα του ελέγχου απέναντι σε μεθόδους που τραυματίζουν τον νομικό μας πολιτισμό και τη δημοκρατική τάξη.
Με τους αργούς ρυθμούς που ενδεχομένως επιβάλλονται από το ύψος και τις απαιτήσεις της αποστολής της, η Δικαιοσύνη εξετάζει την υπόθεση της παρακολούθησης τουλάχιστον 90 προσώπων του δημόσιου βίου με το παράνομο λογισμικό Predator, σε πολλές δε περιπτώσεις παράλληλης παρακολούθησης με την ΕΥΠ.
Με απλά λόγια, θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή για να αφεθεί στους ταχείς χρόνους της επικαιρότητας.
Πόσο σοβαρή; Τόσο σοβαρή ώστε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι πρόκειται για «σκάνδαλο», ενώ ανάμεσα στα πρόσωπα που ελέγχονται είναι αυτονοήτως και ο τότε πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ και πρωθυπουργικός συγγενής, Γρηγόρης Δημητριάδης, ο οποίος και αποπέμφθηκε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.
Αλλά και τόσο σοβαρή ώστε αποφασίστηκε η ποινική αναβάθμιση της υπόθεσης από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη, η οποία στη σχετική εισαγγελική παραγγελία κάνει λόγο για θέμα «μείζονος σημασίας».
Ενώ όμως δεν έχει καν ολοκληρωθεί η προκαταρκτική εξέταση γι’ αυτήν την κατά τεκμήριο εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση, την ίδια ώρα ξεκινά η εκδίκαση των αγωγών κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων που έχει καταθέσει ο κ.Δημητριάδης για αποκαλύψεις και αναφορές προς το πρόσωπό του που σχετίζονται με το σκάνδαλο.
Συμβαίνει έτσι το τραγελαφικά παράδοξο η Δικαιοσύνη να καλείται να αποφανθεί επί των δημοσιευμάτων που αφορούν στο πρόσωπο, προτού αποφανθεί για τον ρόλο του ίδιου του προσώπου στο σκάνδαλο!
Το ερώτημα είναι απλό. Πώς θα διαπιστωθεί η «συκοφαντία»; Και τι ακριβώς ζητάει ο αποπεμφθείς προϊστάμενος; Να σταματήσει έως τότε η δημοσιογραφική έρευνα και ο δημόσιος έλεγχος για ένα σκάνδαλο που αγγίζει τους θεσμούς της ίδιας της Δημοκρατίας;
Η απάντηση είναι τόσο προφανής, όσο γνωστή είναι η μέθοδος. Ο εκφοβισμός δημοσιογράφων μέσω καταιγιστικών αγωγών με τις οποίες εγείρονται εξοντωτικές αξιώσεις, μέθοδος γνωστή ως SLAPP, έχει απασχολήσει ήδη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ηγεσία της ΕΕ κατέληξε πρόσφατα σε ένα πλαίσιο προστασίας που προστατεύει τον δημόσιο λόγο – και εντέλει την ίδια τη δημοκρατία – από τέτοιου είδους αντιδημοκρατικές πρακτικές.
Κι όμως. Ο κ.Δημητριάδης καταφεύγει σε αυτή την ακριβώς τη μέθοδο τραυματίζοντας διπλά τη δημοκρατία.
Πρώτα ως κυβερνητικός αξιωματούχος στον οποίο έχει καταλογιστεί η πολιτική τουλάχιστον ευθύνη για το σκάνδαλο των υποκλοπών από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.
Κι έπειτα ως νομικός που επιστρατεύει μεθόδους οι οποίες δεν συνάδουν με τον νομικό μας πολιτισμό και τη δημοκρατική τάξη.
Δεν συνάδουν έτσι όπως τον γνωρίζουμε τουλάχιστον στη Δύση και ήδη από τη δεκαετία του 1960 όταν με μια ιστορική απόφαση στην υπόθεση The New York Times v. Sullivan το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε πως «στο πλαίσιο της βαθιάς εθνικής δέσμευσης στην αρχή ότι ο διάλογος πάνω σε δημόσια θέματα πρέπει να είναι δίχως αναστολές, ζωηρός και ανοιχτός στα πάντα (…) μπορεί να περιλαμβάνει σφοδρές, καυστικές και κάποιες φορές δυσάρεστα οξείες επιθέσεις σε κυβερνητικούς και δημόσιους λειτουργούς».
Ή ακόμη και παλαιότερα. Είναι γνωστή ιστορία του μυλωνά που αντιδίκησε με τον Κάιζερ, ο οποίος εποφθαλμιούσε ένα κτήμα του στο Πότσνταμ. «Υπάρχουν ακόμη δικαστές στο Βερολίνο» του είπε.
Είναι βέβαιο πως αυτή την ιστορία ο κ. Δημητριάδης, κάπου και με κάποιον τρόπο, θα την έχει ακούσει…