Η Εγνατία Οδός παρουσιάζεται επικοινωνιακά ως ένα success story ιδιωτικοποίησης, με τίμημα περίπου 1,3–1,5 δισ. ευρώ και υποχρεωτικές επενδύσεις 420 εκατ. ευρώ την πρώτη πενταετία, όμως η πραγματική εικόνα είναι ότι το Δημόσιο συνεισφέρει επιπλέον χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων 60 εκατ. ευρώ για επενδύσεις και με τη δημιουργία ειδικού «κουμπαρά» 180 εκατ. ευρώ για τις σήραγγες, που στην πράξη μειώνει το καθαρό ρίσκο του παραχωρησιούχου. Αντί να επιμείνει σε αυστηρούς όρους χωρίς πρόσθετες ενισχύσεις, το κράτος λειτουργεί ως «συνεταίρος» στον περιορισμό του κινδύνου της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – EGIS, με αυξημένα διόδια να φορτώνονται στους χρήστες για να διασφαλιστούν οι αποδόσεις της παραχώρησης.
Το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλλι είναι άλλο ένα παράδειγμα όπου η ιεράρχηση γίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του παραχωρησιούχου και όχι του φορολογούμενου. Το συνολικό κόστος του έργου έχει ήδη εκτοξευτεί σε περίπου 625 εκατ. ευρώ, από 520 εκατ. της αρχικής σύμβασης, ενώ προβλέπεται συνολική επένδυση άνω του 1,5 δισ., και την ίδια στιγμή εγκρίνεται πρόσθετη χρηματοδότηση 363–525 εκατ. ευρώ για απαλλοτριώσεις και συναφείς αποζημιώσεις από το Δημόσιο. Αντί να μετακυλιστεί μεγαλύτερο μέρος του ρίσκου στον ιδιώτη, το Δημόσιο αναλαμβάνει καθαρά κρατικό κόστος για να προστατεύσει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της σύμβασης, με ρήτρες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων που επιτρέπουν στους ιδιώτες υψηλές αποδόσεις και στέλνουν μόνο το «υπερβάλλον» κέρδος πίσω στο κράτος.
Στην Αττική Οδό, η εικόνα επαναλαμβάνεται: η νέα 25ετής σύμβαση παραχώρησης προς την ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ υπεγράφη ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη διεκδικήσεις αποζημιώσεων εκατοντάδων εκατομμυρίων από τους προηγούμενους παραχωρησιούχους, για απώλεια διελεύσεων την περίοδο της πανδημίας και για τμήματα του δρόμου εκτός αρχικής σύμβασης. Αντί το Δημόσιο να χρησιμοποιήσει αυτές τις εκκρεμότητες ως μοχλό για αυστηρότερους όρους υπέρ των χρηστών, επιβαρύνεται πλέον και με αποζημιώσεις, κάνοντας την Αττική Οδό ένα έργο όπου το ρίσκο κοινωνικοποιείται και το κέρδος ιδιωτικοποιείται.
Εξυπηρετήσεις και «ισορροπίες» με AKTOR
Την ίδια στιγμή, στο παρασκήνιο τρέχει ο αγώνας δρόμου για τα νέα οδικά ΣΔΙΤ, όπου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΑΒΑΞ και AKTOR–Metlen διεκδικούν έργα συνολικού ύψους περίπου 700 εκατ. ευρώ, μεταξύ των οποίων και οι κρίσιμες συνδέσεις του λεγόμενου South Corridor. Στο τμήμα Χανιά – Ηράκλειο του ΒΟΑΚ, όπου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AKTOR είναι μαζί ανάδοχοι σε ΣΔΙΤ, οι καθυστερήσεις στην παράδοση χώρων έχουν ήδη οδηγήσει σε αιτήματα αποζημιώσεων περίπου 124 εκατ. ευρώ από το Δημόσιο, δείχνοντας πώς η σύμβαση έχει δομηθεί ώστε ο φορολογούμενος να «μαζεύει» τον λογαριασμό κάθε αστοχίας διοίκησης ή ωρίμανσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται να χρησιμοποιεί το σχέδιο νόμου ως εργαλείο για να μοιράσει «ισορροπημένα» τα ανταλλάγματα: μεγάλα πακέτα σε ΤΕΡΝΑ για Εγνατία, Καστέλι και Αττική Οδό, και παράλληλα έργα και αποζημιώσεις σε σχήματα όπου συμμετέχει η AKTOR, ώστε να διατηρηθεί μια εύθραυστη πολιτικο-επιχειρηματική ισορροπία γύρω από τον South Corridor. Το αποτέλεσμα, όμως, δεν είναι ισορροπία υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, αλλά μια διαρκής κλιμάκωση κρατικών δεσμεύσεων και αποζημιώσεων, σε μια περίοδο που οι πολίτες βλέπουν τις υπηρεσίες να ακριβαίνουν, τους κινδύνους να καλύπτονται με δημόσιο χρήμα και τις συμβάσεις να γράφονται «από την ΤΕΡΝΑ, για την ΤΕΡΝΑ» – και, κατ’ επέκταση, για όλους όσοι έχουν πρόσβαση στο ίδιο γραφείο στο Μαξίμου.
Η πρακτική να αποστέλλεται ένα σχέδιο νόμου 352 σελίδων στους βουλευτές Παρασκευή βράδυ για συζήτηση τη Δευτέρα, όταν μάλιστα είναι προφανές ότι έχει συνταχθεί από ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στην ΤΕΡΝΑ, δεν συνιστά απλώς κακή νομοθέτηση, αλλά μεθοδευμένη παραπλάνηση του κοινού. Η έλλειψη επαρκούς χρόνου μελέτης, κατάθεσης τροπολογιών και ουσιαστικής κοινοβουλευτικής επεξεργασίας μετατρέπει τη Βουλή σε μηχανισμό επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων, στερώντας από τους πολίτες το δικαίωμα να ενημερωθούν και να αντιδράσουν εγκαίρως σε ρυθμίσεις που δεσμεύουν δημόσιους πόρους δισεκατομμυρίων.
Διαβάστε επίσης: Θα απολογηθεί κανείς για το φιάσκο της Πειραιώς στη Snappi;
Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση εμφανίζεται τυπικά να «δημοσιοποιεί» και να «συζητά» τα σχέδια νόμου, στην πράξη όμως απονευρώνει τη διαδικασία, νομιμοποιώντας επιλογές που έχουν ουσιαστικά συμφωνηθεί μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων πολύ πριν φτάσουν στην ολομέλεια.
paron.gr

