Χαράλαμπος Γκότσης *
Είναι αλήθεια, ότι η εξαγγελία της σύστασης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RFF), αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, πόσο μάλλον αφού έγινε εν μέσω πανδημίας, όπου η ανησυχία και η απαισιοδοξία είχαν χτυπήσει στο κόκκινο. Όταν μάλιστα είδαμε ότι συνδυάστηκε και με κοινό δανεισμό για λογαριασμό των χωρών (οιονεί Ευρωομόλογο!), τότε η αμφισβήτηση και ο σκεπτικισμός για το μέλλον της Ευρώπης μεταβλήθηκε σε ελπίδα και προσμονή για καλύτερες ημέρες στο σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών. Και τούτο, όχι μόνο επειδή θα εισέρρεαν σημαντικοί ευρωπαϊκοί πόροι στα επωφελούμενα κράτη, αλλά επειδή αυτή τη φορά, τα προγράμματα ήταν συνδεδεμένα με την υποχρεωτική εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα ανταποκρίνονταν και στο βασικό ζητούμενο για τις οικονομίες της Ευρώπης που είναι η «ανθεκτικότητα» μέσω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Με άλλα λόγια, τα χρήματα αυτή τη φορά θα έπιαναν τόπο με τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας για την οικονομία και κοινωνία, επαληθεύοντας τη ρήση “this time is different”!
Βρισκόμαστε ήδη στο μέσον της διαδρομής, ώστε να είμαστε σε θέση να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα για την πορεία του προγράμματος και το βαθμό εκπλήρωσης των στόχων του. Μετά από την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το Δεκέμβρη του 2023, οι διαθέσιμοι πόροι για τη χώρα μας ανέρχονται σε 36 δισ. ευρώ, μοιρασμένοι περίπου ισομερώς σε επιχορηγήσεις και δάνεια. Με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ η απορρόφηση ανέρχεται στο 41% των συνολικών πόρων, οι πραγματικές πληρωμές προς τους επωφελούμενους ανέρχονται μόνο στο 14%, κάτω και από τον Μ.Ο. της Ευρώπης που είναι 29,4%.
Αναλυτικότερα, από τα 18,2 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων έχουν εισπραχθεί σε τρεις προκαταβολικές δόσεις 7,5 δισ., εκ των οποίων μέχρι τα τέλη Μαρτίου απορροφήθηκαν 5,7 δισ. Από αυτά τα 2,6 δισ. αποτελούν λογιστικές δαπάνες (παρκαρισμένα σε λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος), ενώ οι πραγματικές πληρωμές προς τους δικαιούχους ανέρχονται σε 3,1 δισ., δηλαδή στο 17% του συνόλου.
Σε ό,τι αφορά στο σκέλος των δανείων, από τα 17,7 δισ. ευρώ που έχουν διατεθεί στη χώρα, έχουν εκταμιευθεί τα 7,2 δισ. Για το ίδιο χρονικό διάστημα συμβασιοποιήθηκε μέσω των τραπεζών το 74% του προγράμματος (5,3 δισ.). Το σύνολο του χρηματοδοτικού σχήματος (Ταμείο Ανάκαμψης, Τράπεζες και ίδια κεφάλαια) ανέρχεται για τα 287 δάνεια που έχουν συμφωνηθεί στα 11,2 δισ., ενώ η πραγματική εκταμίευση προς τους δικαιούχους δεν ξεπερνά το 1,4 δισ., δηλαδή το πενιχρό 8% του συνολικού ποσού του σκέλους των δανείων. Τα υπόλοιπα διακρατούνται στα ταμεία των εμπορικών τραπεζών. Ας σημειωθεί, ότι κεφάλαια που βρίσκονται στα ταμεία του τραπεζικού συστήματος είναι νεκρά, δεν συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, άρα δε συμβάλλουν και στο σχηματισμό του Εθνικού μας Εισοδήματος. Αυτός ήταν άλλωστε και ο βασικός λόγος για την υστέρηση που καταγράφηκε στο ΑΕΠ του 2023, όταν αντί για την προϋπολογισθείσα αύξηση 2,6% καταλήξαμε μόνο στο 2,0%.
Αυτά σε ό,τι αφορά την κατάσταση με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, που αφορούν κυρίως στην απορρόφηση των κονδυλίων. Υπάρχει όμως και η σοβαρότερη πλευρά που είναι εκείνη της αξιοποίησης.
Αστοχίες, παθογένειες, καθυστερήσεις, έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, λάθος προτεραιότητες
Σε ό,τι αφορά στις επιχορηγήσεις, το πρόβλημα βρίσκεται στην έλλειψη σχεδιασμού, σωστών επιλογών καθώς και έγκαιρης κινητοποίησης της ούτως ή άλλως υπερφορτωμένης κρατικής μηχανής να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός τιτάνιου έργου μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Στις περισσότερες χώρες, που είναι αποδέκτες σημαντικών μη επιστρεπτέων κεφαλαίων του μηχανισμού RFF, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα τους κατευθύνεται σε έργα βελτίωσης των πάσης φύσεως κρατικών υποδομών. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι δημόσιες υποδομές προσφέρουν ταυτόχρονα και εξωτερικές οικονομίες στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, των οποίων έργο είναι η παραγωγή, διακίνηση και διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών, αξιοποιώντας τις κρατικές διευκολύνσεις.
Εκείνο που διαπιστώνεται μέχρι τώρα είναι ότι, η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε από την επιτυχημένη γρήγορη αντίδραση της Ε.Ε, για τη δημιουργία του μηχανισμού RFF. Η κυβέρνηση ανέθεσε, μάλιστα χωρίς καθυστέρηση, στην Επιτροπή Πισσαρίδη την εκπόνηση μελέτης για την ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας. Η μελέτη αυτή, με τα δυνατά και αδύνατα σημεία της, αποτέλεσε ένα θεωρητικό πλαίσιο κατευθυντήριων επιλογών για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, γρήγορα όμως ξεχάστηκε αφού οι ανάγκες για άμεση απορρόφηση πόρων ήταν πιεστικές. Έτσι, χωρίς να υπάρχει ένα λειτουργικό (operational) σχέδιο με συγκεκριμένες επιλογές τομέων και δράσεων, όπου θα κατευθύνονταν τα κεφάλαια, κατατέθηκαν έτοιμα προγράμματα, τα οποία προορίζονταν για το τρέχον ΕΣΠΑ.
Αντί λοιπόν για παράδειγμα να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν στη συνέχεια μαζικές επενδύσεις στην κατασκευή δικτύων μεταφοράς και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, ενισχύουμε από το τμήμα των δανείων τη δημιουργία παραγωγικών μονάδων ΑΠΕ, χωρίς όμως να είμαστε σε θέση να διαθέσουμε το προϊόν στους τελικούς καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, σε προσιτές τιμές. Ήδη καταγράφονται, λόγω του προβλήματος, αναστολές λειτουργίας παραγωγικών μονάδων.
Επίσης, ακριβώς επειδή ο μηχανισμός στοχεύει στη γρήγορη ψηφιακή μετάβαση, δεν υπήρξε σχεδιασμός, ούτε καν συζήτηση, για τη δημιουργία ενός δικτύου κέντρων καινοτομίας ανά τη χώρα, τα οποία να λειτουργήσουν ως κόμβοι τεχνολογίας, τόσο για την εγκατάσταση και λειτουργία νεοφυών επιχειρήσεων (start ups), όσο και για τη διαμεσολάβηση εξεύρεσης κεφαλαίων εκτός από εκείνα του Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και μέσω του crowdfunding και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια εποχή, όπου η οικονομία της γνώσης και η επιτυχημένη ψηφιακή μετάβαση θα ορίσουν και το μέλλον των λαών.
Μία άλλη, εξίσου σημαντική παρέμβαση για τη λειτουργία μιας σύγχρονης οικονομίας, είναι και η κατασκευή, οργάνωση και λειτουργία ενός σύγχρονου σιδηροδρομικού δικτύου. Με αφορμή και τα τραγικά γεγονότα που ζήσαμε στα Τέμπη, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρξει μια θετική αντίδραση, ώστε η χώρα μας να αφήσει πίσω την τριτοκοσμική λειτουργία των σιδηροδρόμων και να προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις δημιουργίας ενός δικτύου αντίστοιχου εκείνων, σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Και εδώ τα κονδύλια που προβλέπονται είναι πενιχρά, ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν το μέγεθος του εγχειρήματος.
Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που διακατέχει τους φορείς της οικονομικής πολιτικής, είναι και η έγκριση και ένταξη έργων και δράσεων άσχετων προς το βασικό σκοπό του συγκεκριμένου μηχανισμού. Είναι πασιφανές, ότι η χρηματοδότηση ανάπλασης πλατειών, πεζοδρόμησης πόλεων και χωριών, η αναστύλωση μοναστηριών και τζαμιών και άλλων κατά τα άλλα χρήσιμων έργων, δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που βελτιώνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και ενισχύουν την αειφόρο ανάπτυξη.
Το κομμάτι των δανείων, έχει παραχωρηθεί εξολοκλήρου στις τράπεζες, οι οποίες με τη χρησιμοποίηση τραπεζικών κριτηρίων κατευθύνει τους πόρους σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αποκλείοντας τη συμμετοχή του κράτους ως επενδυτή ή και ως διαμορφωτή των επιλογών που θα διαγράφουν τις εξελίξεις προς το νέο παραγωγικό μοντέλο.
Αυτή η επιλογή ενέχει δύο βασικούς κινδύνους, οι οποίοι γίνονται πλέον ορατοί. Να αποκλεισθούν από χρηματοδοτήσεις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις με καλές αναπτυξιακές προοπτικές, επειδή αδυνατούν να συγκεντρώσουν την ίδια συμμετοχή ή να μην ενισχύονται νεοφυείς επιχειρήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν το ιστορικό κερδοφορίας, το οποίο απαιτείται για την άντληση κεφαλαίων από το ταμείο και τις τράπεζες. Έτσι, από ένα πρόγραμμα που αφορά στις μελλοντικές εξελίξεις της οικονομίας μας αποκλείονται βασικοί συντελεστές, επιχειρήσεις με προοπτική σε τομείς με διαπιστωμένες επιδόσεις σε πρωτοποριακούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι παγκοσμίως, οι «εθνικοί πρωταθλητές» είναι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, ειδικευμένες σε παραγωγή προϊόντων με μεγάλη ενσωμάτωση υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες βέβαια εισήλθαν στην αγορά ως μικρές και τις περισσότερες φορές με τη βοήθεια κρατικής χρηματοδότησης.
Γιατί είναι τόσο σημαντική για την χώρα μας η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης;
Η χώρα πρέπει να κάνει άλματα για να επιτύχει τη σύγκλιση με το προηγούμενό της επίπεδο ως προς το Μ.Ο. της ΕΕ. Για τα επόμενα 15 χρόνια θα πρέπει να έχουμε πάνω από 1% μεγαλύτερη ανάπτυξη από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ταχύτερες και αποτελεσματικότερες μεταρρυθμίσεις καθώς και με αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες θα διασφαλίσουν αειφόρο ανάπτυξη. Σταδιακά θα πρέπει να μειώνεται η συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ και να αυξάνεται η αποταμίευση (η οποία αυτή τη στιγμή είναι αρνητική), οι επενδύσεις καθώς και τα εμπορεύσιμα εξαγώγιμα προϊόντα. Η επιλογή στο μείγμα της οικονομικής μας πολιτικής να ενισχυθούν οι παραγωγικές επενδύσεις είναι εκ των ουκ άνευ, επειδή η συνέχιση της πεπατημένης στους παραδοσιακούς μας τομείς που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, δεν έχουν τα χαρακτηριστικά μιας δυναμικής ανάπτυξης που στις μέρες μας στηρίζεται σε καλά αμειβόμενες θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Οι βασικοί τομείς όπου κατευθύνονται οι επενδύσεις, είναι η οικοδομή, ο τουρισμός και ολίγον η πρωτογενής παραγωγή, τομείς που χρησιμοποιούν εργαζόμενους με χαμηλή εξειδίκευση και ακόμη χαμηλότερους μισθούς, που οδηγούν στην περεταίρω διεύρυνση της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Φυσικό επακόλουθο αυτών των επιλογών είναι όχι μόνο να μην επιστρέφουν οι ταλαντούχοι νέοι μας που βρίσκονται στο εξωτερικό, αλλά και η οικονομία να οδεύει μακροπρόθεσμα σε ένα πεδίο στασιμότητας. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) προβλέπουν για τη χώρα μας για την περίοδο μετά το 2027 ανάπτυξη γύρω στο 1%. Οι ισχνές αυτές προβλεπόμενες επιδόσεις αποδίδονται στο δημογραφικό πρόβλημα (συρρίκνωση του αριθμού των εργαζομένων), την ανυπαρξία πολλαπλασιαστικού οφέλους από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και σε πιθανές γεωπολιτικές αναταράξεις. Η αδυναμία της ασκούμενης πολιτικής να ανταποκριθεί στους στόχους του μηχανισμού προκύπτει με μια απλή παράθεση στοιχείων και από την ίδια την Έκθεση Πισσαρίδη «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» όπου στη σελ. 50 αναφέρεται, ότι «το 2019 η σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον Μ.Ο. της Ε.Ε. είναι 67%, ενώ το 2030 αναμένεται να ανέλθει στο 81%». Προς το παρόν μετά από 4,5 χρόνια βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο.
Είναι αναγκαία συνεπώς μια εκ βάθρων αναθεώρηση του Σχεδίου Ανάκαμψης, όχι μόνο για να καταστεί δυνατή η απορρόφηση των κονδυλίων, αλλά για να εμπλουτιστεί με παρεμβάσεις που θα μας οδηγήσουν στο νέο, επιθυμητό μοντέλο μακρόχρονης ανάπτυξης της χώρας. Είναι ο μόνος τρόπος για να αφήσει, το σημαντικότερο αναπτυξιακό πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, ικανοποιητικό οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα και να αποφύγουμε νέες περιπέτειες.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
ΠΗΓΗ
https://www.naftemporiki.gr/opinion/1702107/tameio-anakampsis-ena-doro-choris-apotypoma/