Χαράλαμπος Γκότσης*
Τελικά ποια είναι η πραγματική εικόνα της οικονομίας; Είναι
εκείνη που παρουσιάζει η κυβέρνηση και ο αρμόδιος επί των
οικονομικών υπουργός, με όλα τα μέσα που διαθέτει ή και όσα
προσφέρονται για δικούς τους λόγους να συμβάλλουν στον
εξωραϊσμό, προβάλλοντας αποσπασματικά ορισμένα μεγέθη,
που εξελίσσονται «ικανοποιητικά» και αποσιωπώντας άλλα
πολύ σημαντικότερα για την πορεία αλλά και το μέλλον της
οικονομίας της χώρας και του λαού μας;
Τα πάμε καλύτερα από την Ευρώπη! Αναπτυσσόμαστε με
διπλάσιο ρυθμό! Είναι η επωδός κάθε τοποθέτησης για την
οικονομία. Είναι όμως έτσι ή συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα;
Τι σχέση έχει για παράδειγμα η ύφεση στη Γερμανία με την
πρωτόγνωρη οπισθοδρόμηση που έζησε και ζει η χώρα μας τα
τελευταία 15 χρόνια; Η Γερμανία είναι μια ώριμη οικονομία, η
οποία ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να έχει υψηλούς ρυθμούς
ανάπτυξης, επειδή το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεών της
κατευθύνεται σε αντικατάσταση και εκσυγχρονισμό της
παραγωγικής της μηχανής. Εκεί βέβαια δεν τα πάει και τόσο
καλά, αφού υστερεί στην τεχνολογική της προσαρμογή, με
αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να μην είναι σε θέση να
συμμετάσχει με αξιώσεις στον ανταγωνισμό με τις άλλες
μεγάλες οικονομίες. Η Γερμανία έπεσε στην παγίδα του
Συμφώνου Σταθερότητας που έστησε το 2011 η ίδια. Το
αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής μπορούμε να το
συνοψίσουμε επιγραμματικά στο: «Μηδενικός δανεισμός,
μηδενικές επενδύσεις, μηδενικό μέλλον». Τώρα προσπαθεί
αγωνιωδώς να ξεφύγει από την ύφεση και τη στασιμότητα.
Η Ελλάδα παρουσιάζει μια πολύ διαφορετική εικόνα.
Πράγματι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2023, 2024 και τα επόμενα
χρόνια μέχρι το 2027 προβλέπεται να κινηθεί με ρυθμούς κατά
τι παραπάνω από το 2% του ΑΕΠ. Μετά, κατά τις εκτιμήσεις
του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, θα υποχωρήσει γύρω στο 1%. Ερώτηση: Είναι
ικανοποιητική αυτή η εξέλιξη;
Παρατήρηση 1 η : Αυτή την περίοδο είμαστε στη διαδικασία
εφαρμογής ενός γιγαντιαίου ευρωπαϊκού επενδυτικού
προγράμματος, (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ
και ΚΑΠ), όπου κατά τους συντάκτες της έκθεσης Πισσαρίδη
για το Ταμείο Ανάκαμψης, η οικονομία έπρεπε να
αναπτύσσεται κατά 3,5% το χρόνο, ώστε το 2030 να
επανέλθουμε στο προ κρίσης επίπεδο σύγκλισης, δηλαδή στο
81% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα, με το
ρυθμό που προβλέπεται να αναπτυχθούμε, θα πρέπει να
περιμένουμε μέχρι το 2040! Σε αυτή την περίπτωση θα
διαπιστώσουμε πανηγυρικά, ότι τα 87 και πλέον δις που θα
εισρεύσουν στη χώρα δεν ακούμπησαν την Ανθεκτικότητα που
ξεχάσαμε στη διαδρομή της κατανομής. Με άλλα λόγια η
χρήση των κεφαλαίων που εισρέουν στη χώρα δε δημιουργεί
τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για μια διατηρήσιμη
ανάπτυξη μετά το 2027. Στη διαφαινόμενη αυτή αρνητική
εξέλιξη σημαντική συμμετοχή έχουν και οι τράπεζες, οι οποίες,
όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αντί να
αυξάνουν τις νέες χρηματοδοτήσεις, υποστηρίζοντας πολλά
υποσχόμενες νέες επενδυτικές προσπάθειες, κυρίως στον
τομέα της έρευνας και ανάπτυξης που έχει ανάγκη η χώρα,
προτιμούν να τοποθετούν τα διαθέσιμά τους σε κρατικούς
τίτλους, ώστε και υπέρογκα κέρδη να καταγράφουν, αλλά και
κινδύνους να μην αναλαμβάνουν. Αυτά εις βάρος βέβαια των
καταθετών, οι οποίοι βλέπουν τις αποταμιεύσεις τους να
χάνουν σταδιακά την αγοραστική τους αξία.
Παρατήρηση 2 η : Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πρόοδος σε μια
χώρα δε συνδέεται μόνο με το ύψος της …δυναμικής
ανάπτυξης, αφού αρέσκονται να αναφέρονται σε ονομαστικά
μεγέθη για την εξέλιξη των εισοδημάτων και όχι σε
πραγματικά. Έτσι συσκοτίζονται σημαντικά προβλήματα της
κοινωνίας, όπως είναι για παράδειγμα το θέμα της διεύρυνσης
της ανισότητας.
Όλες οι μελέτες ακαδημαϊκής προσέγγισης της εισοδηματικής
ανισότητας, με τη χρησιμοποίηση του καθιερωμένου
συντελεστή Gini ή τις μετρήσεις της Eurostat καθώς και
σημαντικών δημοσκοπικών ινστιτούτων, συγκλίνουν σε μία
καθαρή και ενιαία άποψη, ότι η κατανομή των εισοδημάτων
στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δε βελτιώθηκε ούτε προς
όφελος των οικονομικά αδύναμων κοινωνικών ομάδων αλλά
ούτε και υπέρ της μεσαίας τάξης. Το αντίθετο μάλιστα συνέβη!
Οι μετρήσεις δείχνουν, ότι την τελευταία πενταετία η μισθωτή
εργασία ήταν ο μεγάλος χαμένος στην κατανομή του Εθνικού
Εισοδήματος. Έτσι, το μερίδιο του κεφαλαίου (κέρδη)
αυξήθηκε κατά 5 μονάδες, οι μισθωτοί έχουν χάσει 3 μονάδες
ενώ το κράτος έχασε 2 μονάδες. Η ποσοστιαία συμμετοχή
κάθε συντελεστή στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία από το
2019 έως το 2023 διαμορφώθηκε για τα κέρδη από 48% σε
52,3%, για τους μισθούς από 37% σε 34,2%, ενώ για το κράτος
από 15% σε 13,5%. Αθροιστικά αυτό σημαίνει μεταφορά
πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο περί τα 22 δις Ευρώ
την 5ετία.
Επίσης, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η
Eurostat το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων
με όρους σύγκλισης, βρίσκεται στο 67% του μέσου
ευρωπαϊκού εισοδήματος. Κατατάσσεται συγκριτικά με τις
άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην προτελευταία θέση μετά τη
Βουλγαρία, αφού κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων
κρίσεων που ζήσαμε μετά το 2008, η χώρα μας απώλεσε το
25% του Εθνικού της Εισοδήματος, ενώ οι άλλες χώρες
αναπτύσσονταν διευρύνοντας την ψαλίδα που μας χωρίζει.
Σε αλλεπάλληλες έρευνες αποτυπώνεται επίσης το επίπεδο
φτώχειας στην ελληνική κοινωνία, το οποίο μόνο ανησυχία
μπορεί να μας προκαλέσει. Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία που
αναφέρονται σε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών, όπου για το 40,9% των νοικοκυριών το
εισόδημα τελειώνει πολύ νωρίτερα από το τέλος του μήνα (το
2020 ήταν 35,9%), ενώ αυτό συμβαίνει στο 79,2% στις
μονογονεϊκές οικογένειες και στο 78,8% στα φτωχότερα
νοικοκυριά.
Επίσης, διάχυτη είναι η απαισιοδοξία στην ελληνική κοινωνία
που αποτυπώνεται στην ετήσια έρευνα για την Ελλάδα του
Ευρωβαρόμετρου, όπου οι Έλληνες στη σχετική ερώτηση για
την πορεία της προσωπικής οικονομικής τους κατάστασης το
2024, το 58% ανέμενε ότι θα είναι χειρότερη, το 33% ότι θα
παραμείνει η ίδια και μόνο το 7% θεωρεί ότι θα είναι
καλλίτερη. Η αβεβαιότητα για το αύριο και η ανησυχία για την
αντιμετώπιση των επερχόμενων μεγάλων προκλήσεων,
καλλιεργούν ένα περιβάλλον απαισιοδοξίας, το οποίο, όπως
είναι φυσικό, δεν διευκολύνει τις προσπάθειες ανάταξης και
διατήρησης της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ευημερίας και
προόδου.
Κρίσιμα κεντρικά ζητήματα συνεχίζουν να παραμένουν έξω
από τα τρέχοντα ενδιαφέροντα των φορέων άσκησης της
οικονομικής πολιτικής. Ουσιαστικά πρόκειται για τη
δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για τη
διασφάλιση μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης. Ενδεικτικά
αναφέρονται μεταρρυθμίσεις και γενναίες τομές σε καίριους
τομείς, όπως:
– Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες, που
προάγει τη νέα γνώση και τις νέες δεξιότητες οι οποίες
καταγράφονται σε έρευνα του ΟΟΣΑ.
-Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω επενδύσεων σε
έρευνα και ανάπτυξη που ενισχύουν την καινοτομία και την
εξειδίκευση υψηλού επιπέδου.
-Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας με στόχο τη μείωση των
εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών εμπορεύσιμων
προϊόντων, ώστε να αντιμετωπιστεί το χρόνιο πρόβλημα των
ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
-Η επιτάχυνση της ψηφιακής μετάβασης σε δημόσιο και
επιχειρήσεις.
-Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης με στόχο την
καλλίτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και τη διευκόλυνση της
επιχειρηματικότητας σε καθορισμένο από την πολιτική ηγεσία
πλαίσιο.
*Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς