Του Βασιλη Ταλαμαγκα
Η ακρίβεια αποτελεί, πλέον, το κυρίαρχο πρόβλημα για τα ελληνικά νοικοκυριά, επηρεάζοντας άμεσα το βιοτικό τους επίπεδο και διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών, η αύξηση του κόστους ενέργειας, – παρα κάποια επιμέρους ευρωπαϊκά στοιχεία για τον πληθωρισμό των τροφίμων που προωθεί το αρμόδιο υπουργείο – οι επιβαρύνσεις στις μεταφορές και η συνολική επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση οικονομικής ασφυξίας. Αυτή η πίεση δεν περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά έχει και έντονα κοινωνικά και ψυχολογικά αποτελέσματα: οργή, απογοήτευση και κατήφεια.
Η αύξηση του κόστους ζωής δεν είναι απλώς αποτέλεσμα οικονομικών συγκυριών, αλλά συχνά πηγάζει από βαθύτερες δομικές αδυναμίες του ελληνικού οικονομικού μοντέλου. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές, η χαμηλή παραγωγικότητα, η ανεπαρκής κρατική ρύθμιση και οι διεθνείς κρίσεις (όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ή η ενεργειακή αναταραχή) επιδρούν καταλυτικά στις τιμές. Ωστόσο, αυτό που εξοργίζει περισσότερο τους πολίτες δεν είναι μόνο το “πόσο” αυξάνονται οι τιμές, αλλά το “γιατί” και το “ποιος πληρώνει το τίμημα”.
Πολλοί πολίτες αισθάνονται πως επωμίζονται δυσανάλογα τις συνέπειες της κρίσης, ενώ τα μεγάλα συμφέροντα ή ορισμένες επιχειρήσεις συνεχίζουν να κερδίζουν εις βάρος τους. Η απουσία ουσιαστικών ελέγχων στην αγορά, οι περιορισμένες παρεμβάσεις του κράτους και οι συνεχείς δηλώσεις περί “ανάκαμψης” που δεν αντικατοπτρίζονται στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων, ενισχύουν το αίσθημα αδικίας και προκαλούν θυμό.
Η οργή που διαχέεται στην κοινωνία δεν είναι στείρα ή επιφανειακή· έχει βαθιά ρίζα στην αίσθηση εγκατάλειψης. Οι πολίτες βλέπουν πως παρά τις θυσίες τους, η ζωή τους δυσκολεύει αντί να βελτιώνεται. Η εργασία δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τις βασικές ανάγκες, οι μικρές επιχειρήσεις παλεύουν για την επιβίωση, ενώ οι νέοι δυσκολεύονται να οραματιστούν το μέλλον τους στην Ελλάδα.
Αυτός ο κοινωνικός θυμός εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους: από την αυξημένη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες, μέχρι τις κινητοποιήσεις και τις διαμαρτυρίες, αλλά και μέσω μιας γενικευμένης αποξένωσης από τους θεσμούς.
Η κατήφεια που επικρατεί στην αγορά δεν αφορά μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τους ίδιους τους επιχειρηματίες. Η μείωση της κατανάλωσης, η διστακτικότητα των νοικοκυριών να προχωρήσουν σε αγορές και η γενικότερη απαισιοδοξία για το μέλλον δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, βλέπουν καθημερινά τα έσοδά τους να μειώνονται, ενώ τα έξοδα αυξάνονται.
Η ψυχολογία της αγοράς είναι καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική δραστηριότητα. Όταν επικρατεί φόβος, αβεβαιότητα και ανασφάλεια, τότε η οικονομία παραλύει.
Απαιτείται ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό συμβόλαιο. Η αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν είναι ζήτημα μόνο αριθμών ή παρεμβάσεων στην αγορά, αλλά κυρίως πολιτικής βούλησης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Χρειάζεται ουσιαστική ενίσχυση των ευάλωτων ομάδων, ελέγχους στην αγορά, φορολογική ανακούφιση των μικρομεσαίων, επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή και κυρίως αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς.
Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο την αβεβαιότητα.