Χαράλαμπος Γκότσης*
Εδώ και τρία χρόνια παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός
ανεπιθύμητου φαινομένου, το οποίο κατατρώγει σταδιακά, το
όποιο εισόδημα και καταθέσεις απέμεινε στα ελληνικά
νοικοκυριά από την πολυετή κρίση. Ο πληθωρισμός και κυρίως
οι απότομες αυξήσεις τιμών σε δύο ομάδες προϊόντων, τα
τρόφιμα και τα ενεργειακά, οδήγησαν ένα σημαντικό μέρος
των ελληνικών νοικοκυριών στα όρια της φτώχειας. Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός, ότι η «ακρίβεια», εδώ και δύο τουλάχιστον
χρόνια κατέχει με συντριπτικά ποσοστά, την πρώτη θέση σε
όλες τις δημοσκοπήσεις, όταν οι πολίτες ερωτώνται για το
μεγαλύτερο πρόβλημα που τους απασχολεί.
Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως πρώτα, ποιοι είναι οι χαμένοι, αλλά
και ποιοι είναι οι ωφελημένοι από αυτή την εξέλιξη. Χωρίς
αμφιβολία στους χαμένους συγκαταλέγονται, όλοι οι
αποδέκτες σταθερών εισοδημάτων, όπως και μισθωτοί και
συνταξιούχοι, των οποίων η προσαρμογή των εισοδημάτων
τους σπάνια καλύπτει τις απώλειες σε αγοραστική δύναμη των
ονομαστικών τους αποδοχών. Έμμεσος φόρος συνεπώς στα
εισοδήματα καθώς και κούρεμα των καταθέσεων, τη στιγμή
που τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων είναι
σκανδαλωδώς χαμηλότερα του πληθωρισμού. Κερδισμένοι
είναι ορισμένες επιχειρήσεις που τιμολογούν αποδεδειγμένα
πλέον, ότι εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να επιβάλλουν
τιμές, όχι αντίστοιχες του κόστους παραγωγής, αλλά
αισχροκερδώντας εις βάρος των καταναλωτών. Αυτό
συμβαίνει κυρίως σε τομείς, όπου σταδιακά έχουν παγιωθεί
ολιγοπωλιακές συνθήκες, όπως στα τρόφιμα, στην ενέργεια,
στην υγεία. Η επιβάρυνση αυτή δεν είναι καθόλου αμελητέα,
αφού σε αξιόπιστες μελέτες αναφέρεται ότι ανέρχεται στο
60% του συνόλου. Είναι ο λεγόμενος πληθωρισμός κερδών ή
της απληστίας. Στους κερδισμένους ανήκει και το κράτος, το
οποίο εισπράττει μέσω των αυξημένων τιμών και
πολλαπλάσιους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ), οι οποίοι ως
γνωστόν στη χώρα μας συμμετέχουν με το μοναδικό στην
Ευρώπη 70% στα φορολογικά έσοδα. Αποτέλεσμα, ο κρατικός
προϋπολογισμός να είναι συνεχώς πλεονασματικός εις βάρος
των νοικοκυριών και προς όφελος της λογιστικής μείωσης του
δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, κάτι που για τη χώρα όμως
είναι θετικό.
Εκείνο, που από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι δεν είχε
επιτυχία, είναι η πολιτική μετριασμού του φαινομένου του
πληθωρισμού, όχι μόνο εις βάρος των νοικοκυριών, αλλά
ακόμη και της οικονομίας, αφού μια υψηλή και για μεγάλο
χρονικό διάστημα αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών,
μειώνει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων
και δυσχεραίνει την εξαγωγική τους δραστηριότητα.
Η κυβέρνηση, εθισμένη από την οριζόντια διανομή
επιδομάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου
δαπανήθηκαν οριζόντια 55 δις Ευρώ, για τη στήριξη, χωρίς
αυστηρά κριτήρια για τους αποδέκτες, νοικοκυριά και
επιχειρήσεις, συνέχισε να …πρωτοτυπεί στη λήψη μέτρων,
τύπου διαφόρων κουπονιών, passes με εκατομμύρια
επωφελούμενους, χωρίς βέβαια να συμβάλλει ούτε στην
ανακοπή του πληθωριστικού ρεύματος, αλλά ούτε και να
ανακουφίσει τους πραγματικά ευάλωτους της κοινωνίας μας.
Στο τέλος αποδέχθηκε την αποτυχία, ζητώντας βοήθεια μέσω
επιστολής, από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για
κάτι που δεν είναι αρμοδιότητά της, αλλά καθήκον της εθνικής
κυβέρνησης.
Τελικά, αυτήν την αποτυχημένη πολιτική στηρίζει ακόμη, για
ακατανόητους λόγους και σήμερα, αλλάζοντας συχνά (τρεις
φορές) τον αρμόδιο υπουργό, αντί της πολιτικής της. Τι θα
έπρεπε να κάνει;
Πρώτον, να μειώσει ή να καταργήσει τον ΦΠΑ και σε κάποιο
βαθμό τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα προϊόντα
πρώτης ανάγκης (ψωμί, γάλα, αυγά, τυροκομικά, έλαια κ.α),
κάτι που έγινε με μεγάλη επιτυχία από την Ισπανία, αλλά και
5-6 χώρες ακόμη. Το επιχείρημα, ότι η μείωση δεν θα
καταλήξει στον καταναλωτή δε στέκει, αφού στην Ισπανία
μετά από μελέτη της Κεντρικής τους Τράπεζας, η μετακύλιση
στέφθηκε με επιτυχία στο 90% του συνόλου μέσα σε τρεις
εβδομάδες από την επιβολή του μέτρου. Το κόστος αυτής της
ενέργειας για τη φίλη χώρα ανήλθε στα 1,3 δις Ευρώ, για μια
οικονομία βέβαια που είναι 6 φορές μεγαλύτερη από την
ελληνική. Συνεπώς κατά την άποψή μου δεν θα υπήρξε
δημοσιονομικός εκτροχιασμός, αλλά αντίθετα μια έστω
βοήθεια προς τα ευάλωτα νοικοκυριά, τα οποία, ως
αποτέλεσμα άλλων εσφαλμένων πολιτικών, οδηγήθηκαν τα
τελευταία χρόνια στη στέρηση και τελικά στη φτώχεια.
Δεύτερον, ενίσχυση με προσωπικό και πόρους της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, που είναι η μόνη αρμόδια να ασκεί ελέγχους,
να διαπιστώνει παραβάσεις και να επιβάλλει πρόστιμα. Σε μια
αγορά, όπου δε λειτουργεί ο ανταγωνισμός, μια ισχυρή
Επιτροπή Ανταγωνισμού, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση,
όχι μόνο για την κατασταλτική της παρουσία, αλλά και για την
αποτρεπτική της δυναμική.
Η άποψη, συνεχίζουμε με εντονότερους ρυθμούς την ίδια
πολιτική, αλλάζοντας κάθε τόσο υπουργούς και ατελέσφορη
είναι και το πρόβλημα δεν αγγίζει, το οποίο ήρθε για να μείνει.
Αυτό σημαίνει, ότι και στη συνείδηση των πολιτών θα
παραμένει καταγεγραμμένο ως μία αποτυχία, η οποία
αφαίρεσε σίγουρα ένα μέρος από την κεκτημένη τους
ευημερία.
*Καθηγητής Οικονομικών